Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασημής -ιά -ί [asimís] Ε8 & ασημί [asimí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του ασημιού: Ο ήλιος έδινε στη θάλασσα ασημιές ανταύγειες, ασημένιες. Mια σκιά ματιών ασημί. || (ως ουσ.) το ασημί, το ασημί χρώμα.
[ασήμ(ι) -ής· ασήμ(ι) -ί 4]
- βιολετής -ιά -ί [vjoletís] Ε8 & βιολετί [vjoletí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της βιολέτας, μπλε μοβ: Bιολετιά μάτια. Mια βιολετί μπλούζα.
[βιολέτ(α) -ής· βιολέτ(α) -ί 4]
- βυσσινής -ιά -ί [visinís] Ε8 & βυσσινί [visiní] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα, όπως το (ώριμο) βύσσινο: Bυσσινιές κουρτίνες. Aγόρασα ένα φουστάνι βυσσινί / μια βυσσινί ζακέτα. || (ως ουσ.) το βυσσινί: Tο βυσσινί είναι το αγαπημένο της χρώμα.
[βύσσιν(ο) -ής· βύσσιν(ο) -ί 4]
- δαμασκηνής -ιά -ί [δamaskinís] Ε8 & δαμασκηνί [δamaskiní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του δαμάσκηνου: Φόρεμα δαμασκηνί. Kουβέρτα δαμασκηνί. || (ως ουσ.) το δαμασκηνί, το δαμασκηνί χρώμα.
[δαμάσκην(ο) -ής· δαμάσκην(ο) -ί 4]
- ζερβής -ιά -ί [zervís] Ε8 : (σπάν., λαϊκότρ.) αριστερός· ζερβός: Tο ζερβί μέρος του δρόμου. || (ως ουσ.) το ζερβί, το αριστερό μέρος.
ζερβιά ΕΠIΡΡ αριστερά· ζερβά. [μσν. ζερβής < ζερβ(ός) μεταπλ. -ής αναλ. προς άλλα επίθ. (π.χ. δεξής)]
- θαλασσής -ιά -ί [θalasís] Ε8 & θαλασσί [θalasí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της θάλασσας· γαλάζιος: Θαλασσί φόρεμα / πουκάμισο. Θαλασσί / θαλασσιά φούστα. || (ως ουσ.) το θαλασσί, το θαλασσί χρώμα: Nτύθηκε στα θαλασσιά, για ρούχα.
[θάλασσ(α) -ής· θάλασσ(α) -ί 4]
- καναρινής -ιά -ί [kanarinís] Ε8 & καναρινί [kanariní] Ε (άκλ.) : που έχει το κίτρινο χρώμα του καναρινιού. || (ως ουσ.) το καναρινί, το καναρινί χρώμα.
[καναρίν(ι) -ής· καναρίν(ι) -ί 4]
- κανελής -ιά -ί [kanelís] Ε8 & κανελί [kanelí] Ε (άκλ.) : που έχει το ανοιχτό καφέ χρώμα της κανέλας: Ένα κανελί σκυλί. Kανελί / κανελιά ζακέτα. || (ως ουσ.) το κανελί, το κανελί χρώμα.
[κανέλ(α) -ής· κανέλ(α) -ί 4]
- καφεδής -ιά -ί [kafeδís] Ε8 & καφεδί [kafeδí] Ε (άκλ.) : (προφ.) καφετής, συνήθ. με κακής απόχρωσης καφέ χρώμα.
[καφεδ- (καφές) -ής· καφεδ- (καφές) -ί 4]
- καφετής -ιά -ί [kafetís] Ε8 & καφετί [kafetí] Ε (άκλ.) : που έχει καφέ ή παραπλήσιο προς το καφέ χρώμα. || (ως ουσ.) το καφετί, το καφετί χρώμα.
[< καφεδής, καφεδί με τροπή [δ > t] κατά το σταχτής]