Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
410 εγγραφές [311 - 320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραποτάμιος -α -ο [parapotámios] Ε6 : που βρίσκεται, που συμβαίνει ή διαμένει κοντά σε ποταμό: Παραποτάμιες εκτάσεις / καλλιέργειες.
[λόγ. < αρχ. παραποτάμιος]
- πάρθιος -α -ο [párθios] Ε6 : μόνο στη ΦΡ πάρθιο βέλος, ξαφνικό, απροσδόκητο χτύπημα, ύπουλος προσβλητικός υπαινιγμός, μπηχτή συνήθ. της τελευταίας στιγμής.
[λόγ. < αρχ. Πάρθ(οι) -ιος μτφρδ. αγγλ. Ρarthian]
- πάριος -α -ο [pários] Ε6 : (λόγ.) ο παριανός. || Πάριο χρονικό, αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στην Πάρο.
[λόγ. < αρχ. Πάριος]
- παρόδιος -α -ο [paróδios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται δίπλα στο δρόμο: Παρόδια ιδιοκτησία. || Παρόδιοι ιδιοκτήτες.
[λόγ. < ελνστ. παρόδιος]
- παρόμοιος -α -ο [parómios] Ε6 : που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με κτ. άλλο, που είναι σχεδόν ή περίπου όμοιος με κτ. άλλο: Σε παρόμοιες περιπτώσεις. Έχουμε παρόμοια γούστα. Παρόμοια μέθοδος / δουλειά. ||
και τα παρόμοια, ως έκφραση περιληπτικής διατύπωσης: Tο κολύμπι, η κωπηλασία και τα παρόμοια. (έκφρ.)
και άλλα ηχηρά* παρόμοια.
παρόμοια ΕΠIΡΡ: Εκφράστηκε / ενήργησε κάπως ~. παρομοίως ΕΠIΡΡ συνήθ. απόλυτα, ως απάντηση που επιβεβαιώνει κτ. ή καταφάσκει σε κτ.: Xρόνια πολλά! -~! [λόγ. < αρχ. παρόμοιος, παρομοίως]
- παρόχθιος -α -ο [paróxθios] Ε6 : που βρίσκεται κοντά στην όχθη ποταμού ή λίμνης· (πρβ. παραλίμνιος, παραποτάμιος): Ένας ~ οικισμός. Παρόχθιες εκτάσεις / καλλιέργειες / κατοικίες.
[λόγ. παρ(α)- 1 όχθ(η) -ιος μτφρδ. γαλλ. riverain]
- πάτριος -α -ο [pátrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει, που αναφέρεται στους προγόνους ή που προέρχεται από αυτούς· πατρικός: H πάτρια γη. Tα πάτρια εδάφη, η πατρίδα. || (ως ουσ.) τα πάτρια, τα ήθη και τα έθιμα, οι ιδέες και οι πεποιθήσεις που έχουν παραδοθεί από τους προγόνους, τα πατροπαράδοτα.
[λόγ. < αρχ. πάτριος]
- πειθήνιος -α -ο [piθínios] Ε6 : (για άνθρ.) ευπειθής, πειθαρχικός, υπάκουος: Πειθήνιο όργανο κάποιου, που υπακούει και εκτελεί τυφλά τις θελήσεις άλλου.
πειθήνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πειθήνιος]
- πελώριος -α -ο [pelórios] Ε6 : που έχει εξαιρετικά μεγάλο, εντυπωσιακό ή επιβλητικό μέγεθος· τεράστιος: Πελώριο δέντρο. Πελώριοι βράχοι. Πελώριο οικοδόμημα.
[λόγ. < αρχ. πελώριος]
- πενταθέσιος -α -ο [pendaθésios] Ε6 : 1. που έχει θέσεις για πέντε άτομα: ~ καναπές. 2. (για σχολείο) που έχει πέντε οργανικές θέσεις διδακτικού προσωπικού: Πενταθέσιο δημοτικό σχολείο.
[λόγ. πεντα- + θέσ(ις) -ιος]