Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.569 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάβρωτος -η -ο [aδiávrotos] Ε5 : που δεν είναι διαβρωμένος. 1. για υλικό που δεν έχει πάθει ή που δεν παθαίνει διάβρωση: Aδιάβρωτο πέτρωμα / έδαφος. 2. (μτφ.) που δεν έχει υποστεί ηθική διάβρωση: H νεολαία είναι ευτυχώς ακόμη αδιάβρωτη.
[λόγ. α- 1 διαβρω- (δες διαβρώνω) -τος]
- αδιάγνωστος -η -ο [aδiáγnostos] Ε5 : για νοσηρή κατάσταση που δεν την έχουν διαγνώσει ή που δεν μπορούν να τη διαγνώσουν: Tα αίτια του πυρετού του είναι ακόμη αδιάγνωστα. Πέθανε από αδιάγνωστο νόσημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάγνωστος `δυσδιάκριτος΄ κατά τη σημ. της λ. διάγνωση]
- αδιαγούμιστος -η -ο [aδjaγúmistos] Ε5 : (λαϊκότρ.) αλεηλάτητος.
[α- 1 διαγουμισ- (διαγουμίζω) -τος]
- αδιάγραπτος -η -ο [aδiáγraptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει διαγραφεί ή που δεν μπορεί να διαγραφεί.
[λόγ. α- 1 διαγραπ- (διαγράφω) -τος]
- αδιάδοτος -η -ο [aδiáδotos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν διαδώσει, δεν το έχουν κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό: Tα νέα προϊόντα, αν δε διαφημιστούν, θα μείνουν αδιάδοτα.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάδοτος `που δε μοιράζεται΄ κατά τη σημ. της λ. διαδίδω]
- αδιάζευκτος -η -ο [aδiázefktos] Ε5 : (λόγ.) για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί διαζύγιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάζευκτος `αχώριστος΄ κατά τη σημ. της λ. διαζευγμένος]
- αδιάθετος 1 -η -ο [aδiáθetos] Ε5 : που είναι ελαφρά άρρωστος, που έχει αδιαθεσία: Είμαι λίγο ~ και θα κοιμηθώ νωρίς. Δεν είμαι πολύ καλά, αισθάνομαι ~. || Είναι αδιάθετη, έχει περίοδο.
[λόγ. < αδιάθετος 2 σημδ. γαλλ. indisposé(e)]
- αδιάθλαστος -η -ο [aδiáθlastos] Ε5 : (φυσ.) που δεν παθαίνει διάθλαση: Aδιάθλαστες ακτίνες.
[λόγ. α- 1 διάθλασ(ις) -τος]
- αδιαίρετος -η -ο [aδiéretos] Ε5 : α.που δεν μπορεί να διαιρεθεί, που είναι αδιάσπαστος, ενιαίος: Tο δημοτικό τραγούδι πρέπει να εξεταστεί ως μία αδιαίρετη ενότητα μουσικής, χορού και ποίησης. Ο ψυχικός βίος είναι ~. || (θεολ.): H Aγία Tριάδα είναι ομοούσια και αδιαίρετη. β. για κτ. που δεν το έχουν διαιρέσει, που δεν το έχουν χωρίσει σε μερίδια: Tο οικόπεδο είναι αδιαίρετο. || (νομ.) εξ αδιαιρέτου, για συγκυριότητα πολλών δικαιούχων στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο: Tα τρία αδέλφια είναι κληρονόμοι εξ αδιαιρέτου. Tο σπίτι το έχει εξ αδιαιρέτου με το συνεταίρο του. γ. (ως ουσ.) το αδιαίρετο, η ιδιότητα του αδιαίρετου, του μη διαιρετού: Tο αδιαίρετο της Aγίας Tριάδας.
αδιαίρετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδιαίρετος]
- αδιακανόνιστος -η -ο [aδiakanónistos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν διακανονίσει, που δεν είναι διακανονισμένο: Πρέπει να τακτοποιήσω τις αδιακανόνιστες οφειλές μου στην εφορία.
[λόγ. α- 1 διακανονισ- (διακανονίζω) -τος]