Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
433 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουνίσιος -α -ο [vunísxos] Ε4 : ANT καμπίσιος. 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο βουνό, ορεινός: Bουνίσια μονοπάτια / κατατόπια. 2. που κατάγεται από ορεινά μέρη, που κατοικεί σ΄ αυτά: Bουνίσιοι άνθρωποι, τίμιοι και αγνοί. Bουνίσιες πέρδικες. || (ως ουσ.) ο βουνίσιος, ορεσίβιος. 3. που παράγεται σε ορεινές περιοχές, που προέρχεται από αυτές: Bουνίσιο τσάι / μέλι. Bουνίσια χόρτα.
[βουν(ό) -ίσιος]
- βρακοφόρος -α -ο [vrakofóros] Ε4 : που φοράει βράκα. || (ως ουσ.) ο βρακοφόρος, συνήθ. για τους Kρητικούς.
[λόγ. βράκ(α) -ο- + -φόρος]
- βρόμιος -α -ο [vrómnos] Ε4 : (οικ.) που αναδίδει δυσάρεστη οσμή λόγω αποσύνθεσης: Bρόμια ψάρια / κρέατα.
[μσν. βρόμιος < βρόμ(α) -ιος]
- βρομιούχος -α -ο [vromiúxos] Ε4 : που περιέχει βρόμιο: Bρομιούχο νάτριο / κάλιο. Bρομιούχα άλατα.
[λόγ. βρόμι(ον) + -ούχος]
- γαϊδουρίσιος -α -ο [γ(ai)δurísxos] Ε4 : που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρινός: Γαϊδουρίσιο γάλα. Γαϊδουρίσιο κεφάλι.
[γαϊδούρ(ι) -ίσιος]
- γαλάζιος -α -ο [γalázjos] Ε4 : 1. που έχει το χρώμα του ανέφελου ουρανού· (πρβ. γαλανός): ~ ουρανός. Γαλάζια θάλασσα. Γαλάζιο φως / χρώμα. Γαλάζιο φόρεμα. 2. (ως ουσ.) α. το γαλάζιο, το γαλάζιο χρώμα. β. τα γαλάζια, για ρούχα με γαλάζιο χρώμα: Tα γαλάζια δε σου πάνε καθόλου. Ήρθε ντυμένη στα γαλάζια. γ. (ιστ.) οι Γαλάζιοι, αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου, οι οπαδοί τους και η αντίστοιχη πολιτική φατρία· οι Bένετοι.
[ελνστ. κάλαϊς (πολύτιμος λίθος, `τουρκουάζ΄, πρβ. ελνστ. καλάϊνος `γαλαζοπράσινος΄) > ρ. *καλαΐζω, μεε. *καλαΐζων > μσν. γαλαΐζων ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-k > toŋg > γ] ) > *γαλαΐζος (εξομάλ. -ων > -ος, πρβ. γέρων > γέρος) > *γαλάιζος (τροπή του [i] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. γαλάζιος (μετάθ. του ημιφ.: [aιzo > azιo] ) (πρβ. γαλανός)]
- γαλαντόμος -α -ο [γalandómos] Ε4 : για κπ. που, σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, συνηθίζει να προσφέρει, να χαρίζει ό,τι ακριβότερο και καλύτερο, χωρίς τσιγκουνιές: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Ο ~ προσφέρει απλόχερα.
[βεν. galantomo -ς]
- γαλατένιος -α -ο [γalaténos] Ε4 : που έχει το χρώμα του γάλακτος· εξαιρετικά άσπρος και αφράτος: Γαλατένιο δέρμα. Γαλατένια χέρια.
[γαλατ- (γάλα) -ένιος]
- γατίσιος -α -ο [γatísxos] Ε4 : που ανήκει, σχετίζεται ή μοιάζει με τη γάτα: Γατίσια μάτια. Γατίσια πονηριά.
[γάτ(α) -ίσιος]
- γελοίος -α -ο [jelíos] Ε4 : I1. που προκαλεί ειρωνικά γέλια και σχόλια. α. που η εμφάνιση ή οι πράξεις του επισύρουν την κοροϊδία: M΄ αυτά τα ρούχα γίνεσαι γελοία. Kοκκίνησε και ξαφνικά αισθάνθηκε φοβερά ~. Kατάντησες ~! β. για κτ. που είναι άκομψο, άτεχνο και συγχρόνως φανταχτερό και παράξενο: Γελοίο καπέλο. Γελοία παπούτσια. 2α. που δεν αξίζει την προσοχή μας, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, φαιδρός: Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για τόσο γελοία πράγματα! Mου έδωσε ένα γελοίο ποσό / φιλοδώρημα. || Είναι ένα γελοίο υποκείμενο / ένας ~ τύπος. β. που βρίσκεται έξω από τα όρια της κοινής λογικής, που είναι παράλογο: Mη μου πεις πως πιστεύεις αυτές τις γελοίες δεισιδαιμονίες. || Είναι γελοίο να
: Είναι γελοίο να ζητάς ευθύνες από ένα μικρό παιδί. II. (ως ουσ.) το γελοίο: H επιμονή σου φτάνει τα όρια του γελοίου. Δε βλέπω τίποτα το γελοίο σ΄ αυτή την ιστορία.
γελοία ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. γελοῖος, αρχική σημ.: `διασκεδαστικός΄]