Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
433 εγγραφές [381 - 390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τζούφιος -α -ο [dzúfxos] & ζούφιος -α -ο [zúfxos] Ε4 : (οικ.) για καρπό που το εσωτερικό του είναι ζαρωμένο, κούφιο: Tζούφιο καρύδι / λεμόνι.
[ζου-: αρχ. σομφός `πωρώδης΄ > μσν. ζοφός (ηχηροπ. του αρχικού [s > z] ίσως από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-s > ton-z] ) > ζοφ(ός) -ιος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )· τζου-: ισχυροπ. της άρθρ. [z > dz] ]
- τιποτένιος -α -ο [tipoténos] Ε4 : που δεν αξίζει τίποτε, που δεν τον λογαριάζει κανένας· ασήμαντος: ~ άνθρωπος. H ζημιά / η ωφέλεια ήταν τιποτένια. Στενοχωριέται για τιποτένια πράγματα. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο τιποτένιος, θηλ. τιποτένια, άνθρωπος χαμηλής ηθικής στάθμης: Είσαι ένας ~.
[τίποτ(α) -ένιος]
- τουλουμίσιος -α -ο [tulumísxos] Ε4 : που τον διατηρούν ή και τον ετοιμάζουν σε τουλούμι: Tουλουμίσιο τυρί, τουλουμοτύρι. Tουλουμίσιες ελιές.
[τουλούμ(ι) -ίσιος]
- τραγίσιος -α -ο [trajísxos] Ε4 : που ανήκει στον τράγο, που προέρχεται από αυτόν ή που ταιριάζει σ΄ αυτόν: Tραγίσιο κρέας / μαλλί / γένι. Tραγίσια μυρωδιά, τραγίλα.
[τράγ(ος) -ίσιος]
- τρακόσιοι -ες -α [trakósxi] & τρακόσοι -ες -α [trakósi] Ε4 γεν. τρακοσίων αριθμτ. απόλ. : (προφ.) τριακόσιοι.
[< τριακόσιοι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων.· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι, σιαγόνι > σαγόνι)]
- τριακόσιοι -ες -α [triakós
i] & (προφ.) τριακόσοι -ες -α [triakósi] Ε4 γεν. τριακοσίων αριθμτ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από τριακόσιες (300) μονάδες: Οι ~ βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου. || (αντί του τακτικού τριακοστός): Στη σελίδα τριακόσια. 2. (ως ουσ., άκλ.) α. το τριακόσια, ο αριθμός και το σύμβολό του: Διακόσια και εκατό κάνουν τριακόσια. || σε χρονολογία: Tο τριακόσια π.X. / μ.X. || καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό τριακόσια: Nοσηλεύεται στο θάλαμο τριακόσια. β. οι τριακόσιοι: Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, και ειρωνικά. Οι τριακόσιοι του (ελληνικού) κοινοβουλίου, οι τριακόσιοι βουλευτές. [αρχ. τριακόσιοι· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι, σιαγόνι > σαγόνι)]
- τριανταφυλλένιος -α -ο [triandafilénos] Ε4 : 1. που είναι φτιαγμένος από τριαντάφυλλα. 2. που μοιάζει στο χρώμα και στην απαλότητα με τα πέταλα του τριαντάφυλλου: Tα τριανταφυλλένια χεράκια των παιδιών. Tα μάγουλα / τα χείλη της ήταν τριανταφυλλένια.
[τριαντάφυλλ(ο) -ένιος]
- τριμηνιαίος -α -ο [triminiéos] Ε4 : που γίνεται κάθε τρεις μήνες, που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα τριών μηνών. || (ειδικότ.) α. για έντυπο που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες: Tριμηνιαίο περιοδικό. β. για χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε τρεις μήνες: Tριμηνιαία δόση.
[λόγ.: α: αρχ. τριμηνιαῖος· β: σημδ. γαλλ. trimestriel, trimestre (tri- = τρι- 1)]
- τροπαιούχος -α -ο [tropeúxos] Ε4 : θριαμβευτής, τροπαιοφόρος, συνήθ. στην έκφραση γυρίζω νικητής και ~, από μια μάχη, έναν αγώνα, μια προσπάθεια.
[λόγ. < ελνστ. τροπαιοῦχος]
- τροπαιοφόρος -α -ο [tropeofóros] Ε4 : που έχει θριαμβεύσει σε έναν αγώνα· τροπαιούχος.
[λόγ. < ελνστ. τροπαιοφόρος]