Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε4 (ωραίος, ωραία, ωραίο)
433 εγγραφές [91 - 100]
γενναίος -α -ο [jenéos] Ε4 : 1. που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· ανδρείος: ~ στρατιώτης. Γενναία ψυχή. Οι γενναίοι τραβούν μπροστά. Kάνει το γενναίο, υποκρίνεται ότι…· (πρβ. παλικάρι). || που δείχνει ή που απαιτεί γενναιότητα: Γενναία απόφαση / στάση / συμπεριφορά. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναίο φιλοδώρημα. Γενναία δωρεά. Tο κράτος έδωσε γενναία χρηματική ενίσχυση στους σεισμοπαθείς. || Έγινε γενναίο φαγοπότι, για μεγάλο γλέντι και φαγητό. γενναία ΕΠIΡΡ: Πολέμησε ~, παλικαρίσια.

[λόγ.: 1: ελνστ. γενναῖος, αρχ. σημ.: `ευγενικής καταγωγής΄· 2: σημδ. γαλλ. généreux]

γερακίσιος -α -ο [jerakísos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο γεράκι ή που θυμίζει γεράκι: Γερακίσια φτερά. Γερακίσιο μάτι, με πολύ καλή όραση. Γερακίσια μύτη, γαμψή.

[γεράκ(ι) -ίσιος]

γερανοφόρος -α -ο [jeranofóros] Ε4 : που έχει προσαρμοσμένο πάνω του γερανό: Γερανοφόρο όχημα.

[λόγ. γεραν(ός) 2 -ο- + -φόρος]

γηραλέος -α -ο [jiraléos] & γεραλέος -α -ο [jeraléos] Ε4 : που είναι ή που φαίνεται γέρος.

[λόγ. < αρχ. γηραλέος, ελνστ. γεραλέος]

γιγαντιαίος -α -ο [jiγandiéos] Ε4 : που οι διαστάσεις του ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο· γιγάντιος, πελώριος, τεράστιος: Γιγαντιαίο ανάστημα. Γιγαντιαία γέφυρα. Γιγαντιαίο κτίριο. H φωτιά πήρε γιγαντιαίες διαστάσεις. || σε σχήμα υπερβολής: Ένα γιγαντιαίο καρπούζι. || που παρουσιάζει δυνατότητες, ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κατά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου: Γιγαντιαία επιχείρηση.

[λόγ. < ελνστ. γιγαντιαῖος]

γκρίζος -α -ο [grízos] Ε4 : 1. που έχει γκρι χρώμα: Γκρίζα μαλλιά / μάτια. ~ ουρανός, συννεφιασμένος. ΦΡ γκρίζα διαφήμιση, που γίνεται με συγκαλυμμένο και αντιδεοντολογικό τρόπο. || (ως ουσ.) το γκρίζο: Tο άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο είναι χρώματα ουδέτερα. 2. (μτφ.) για απαισιόδοξη διάθεση: Tα βλέπει όλα γκρίζα.

[βεν. griso ]

γκροτέσκος -α -ο [grotéskos] Ε4 : αστείος, κωμικός, γελοιογραφικός, εξαιτίας κυρίως μιας παράδοξης, ιδιότροπης ή εξαιρετικά περίεργης εμφάνισης: Γκροτέσκα φιγούρα. Θέαμα γκροτέσκο. Γκροτέσκα ερμηνεία.

[ιταλ. grottesco ]

γλίσχρος -α -ο [γlísxros] Ε4 : (λόγ.) λιγοστός, ανεπαρκής: ~ μισθός. Γλίσχρα αμοιβή. Γλίσχρα μέσα.

[λόγ. < αρχ. γλίσχρος `κολλώδης, τσιγκούνης΄]

γουρουνίσιος -α -ο [γurunísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γουρούνι: Γουρουνίσια ουρά. Γουρουνίσιο πόδι / δέρμα. || (μτφ.): Γουρουνίσιοι τρόποι.

[γουρούν(ι) -ίσιος]

γρανιτένιος -α -ο [γraniténos] Ε4 : που είναι από γρανίτη: Γρανιτένια πατώματα. || (μτφ.): Γρανιτένια θέληση, πάρα πολύ μεγάλη.

[λόγ. γρανί τ(ινος) μεταπλ. -ένιος]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες