Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε3 (άσπρος, άσπρη, άσπρο)
485 εγγραφές [411 - 420]
συγκροτημένος -η -ο [siŋgrotiménos] Ε3 μππ. του συγκροτώ : που έχει οργανωθεί έτσι, ώστε να αποτελεί ένα λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο: Σωστά συγκροτημένη κοινωνία. || που είναι σωστά οργανωμένος ή διαμορφωμένος: Συγκροτημένη οικογένεια / επιχείρηση. Συγκροτημένο κράτος. Συγκροτημένη προσωπικότητα. ~ άνθρωπος, που οι ψυχικές, πνευματικές και διανοητικές δυνάμεις του είναι ολόπλευρα και αρμονικά αναπτυγμένες. συγκροτημένα ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~.

[λόγ. < αρχ. συγκεκροτημένος μππ. του συγκροτῶ, με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

συμβεβλημένος -η -ο [simvevliménos] Ε3 : που έχει συμβληθεί με κπ.: Γιατροί συμβεβλημένοι με το δημόσιο / με το ταμείο εμπόρων, για παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους.

[λόγ. μππ. του αρχ. συμβάλλω]

συνδεδεμένος -η -ο [sinδeδeménos] Ε3 : 1α.για κτ. που συνδέεται, που είναι ενωμένο με κτ. άλλο. β. για κτ. που βρίσκεται σε λογική σχέση με κτ. άλλο. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει στενό συναισθηματικό δεσμό με κπ. άλλον ή με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. συνδεδεμένος μππ. του ρ. συνδέω]

συνεπτυγμένος -η -ο [sineptiγménos] Ε3 μππ. του συμπτύσσω : που τον έχουν συμπτύξει, συμπτυγμένος: Συνεπτυγμένη μορφή ενός κειμένου.

[λόγ. μππ. του συμπτύσσω μτφρδ. γαλλ.(;) abrégé]

συνεσταλμένος -η -ο [sinestalménos] Ε3 : που δείχνει συστολή, που δεν έχει άνεση στις κινήσεις και στα λόγια του όταν βρίσκεται μπροστά σε κόσμο, που η συμπεριφορά και γενικά όλη η παρουσία του είναι συγκρατημένη εξαιτίας κάποιου συναισθήματος ντροπής και αμηχανίας ή σεβασμού προς μεγαλυτέρους ή ανωτέρους του. συνεσταλμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του αρχ. συστέλλω κατά τη σημ. του συστέλλομαι]

συνεστραμμένος -η -ο [sinestraménos] Ε3 : για κτ. που το έχουν συστρέψει, που το έχουν τυλίξει γύρω από κτ. άλλο: Tο καλώδιο αποτελείται από συνεστραμμένα σύρματα.

[λόγ. < αρχ. συνεστραμμένος μππ. του συστρέφω]

συνηθισμένος -η -ο [siniθizménos] Ε3 μππ. του συνηθίζω : 1.για κπ. που έχει συνηθίσει να κάνει κτ., που είναι εξοικειωμένος με κτ.: Δεν είναι ~ να ξενυχτάει / να δουλεύει / να λέει ψέματα. ANT ασυνήθιστος. 2α. για κτ. που συμβαίνει, γίνεται ή χρησιμοποιείται συχνά ή σε τακτά χρονικά διαστήματα: Οι βροχές είναι συνηθισμένο φαινόμενο το φθινόπωρο. H γρίπη είναι μια συνηθισμένη αρρώστια. ANT ασυνήθιστος, σπάνιος. Έκανε το συνηθισμένο του περίπατο. Θα έρθω τη συνηθισμένη ώρα / μέρα. β. για κπ. που συχνάζει κάπου: Στο καφενείο ήταν οι συνηθισμένοι πελάτες. γ. που δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα ή ποιότητα· κοινός4. ANT σπάνιος: Οι ιδιοφυείς δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ένα συνηθισμένο σπίτι, τίποτε το εξαιρετικό. Ήταν μια συνηθισμένη παράσταση, σαν αυτές που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς σε οποιοδήποτε θέατρο της σειράς. || (ως ουσ.) το συνηθισμένο, ό,τι γίνεται συνήθως, ό,τι θεωρείται ως κανόνας και συχνά και ό,τι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Ο συνωστισμός στην κεντρική αγορά είναι κάτι το συνηθισμένο. Aυτό το κρεβάτι είναι φαρδύτερο από το συνηθισμένο. Πρωτότυπη δουλειά που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. Tι νέα; - Tίποτε, τα συνηθισμένα. (έκφρ.) (άρχισε πάλι) τα συνηθισμένα του, για τις συνηθισμένες αξιόμεμπτες ή ενοχλητικές πράξεις ή αντιδράσεις ενός προσώπου.

[μππ. του συνηθίζω]

συνημμένος -η -ο [siniménos] Ε3 μππ. του συνάπτω : 1.για κτ., συνήθ. για έγγραφο, που επισυνάπτεται, συνυποβάλλεται με κάποιο άλλο έγγρα φο: Tα συνημμένα δικαιολογητικά. 2. (γραμμ.) συνημμένη μετοχή, που έχει το ίδιο υποκείμενο με το ρήμα που προσδιορίζει, π.χ. «πέρασε το ποτάμι κολυμπώντας». συνημμένα ΕΠIΡΡ: ~ υποβάλλω βεβαίωση / απόδειξη / φωτογραφίες.

[λόγ. < ελνστ. συνημμένος μππ. του αρχ. συνάπτω, σημδ.: 1: γαλλ. ci-joint· 2: νλατ. (participium) coniunctum]

συνηρημένος -η -ο [siniriménos] Ε3 μππ. του συναιρώ : (γραμμ.) που εμφανίζει το φαινόμενο της συναίρεσης. ANT ασυναίρετος: Συνηρημένα ρήματα / ονόματα. συνηρημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συνFηρημένος `ελαττωμένος΄ μππ. του αρχ. συναιρῶ (δες λ.) σημδ. νλατ. verba contracta]

συντεθειμένος -η -ο [sindeθiménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν συνθέσει1· συνθεμένος.

[λόγ. μππ. του συντίθεμαι κατά το ελνστ. τέθειμαι πρκ. του αρχ. τίθεμαι]

< Προηγούμενο   1... 40 41 [42] 43 44 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες