Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε12 (τρέχων, τρέχουσα, τρέχον)
82 εγγραφές [41 - 50]
ιθύνων -ουσα -ον [iθínon] Ε12 : (λόγ.) που διευθύνει, καθοδηγεί: Ο ~ νους, το πρόσωπο που σκέφτεται, αποφασίζει και δίνει τις γενικές κατευθύνσεις για όλα, σε μια ομαδική δραστηριότητα ή σε ένα σύνολο ατόμων με κοινή δράση. Ο ~ νους της εταιρείας / του συλλόγου. Συνελήφθη ο ~ νους της μεγάλης ληστείας, ο εγκέφαλος. H ιθύνουσα τάξη της κοινωνίας, η άρχουσα τάξη. || (ως ουσ.) οι ιθύνοντες, τα πρόσωπα που διευθύνουν, καθοδηγούν· οι επικεφαλής.

[λόγ. < αρχ. ἰθύνων μεε. του ἰθύνω `διευθύνω΄]

ισχύων -ουσα -ον [isxíon] Ε12 : που έχει ισχύ, που ισχύει: ~ νόμος. Iσχύουσα διάταξη / νομοθεσία. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δε δικαιούται αποζημίωση.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύων μεε. του ἰσχύω]

καλπάζων -ουσα -ον [kalpázon] Ε12 : για αρνητικό κυρίως φαινόμενο ή για κατάσταση που καλπάζει, που εξελίσσεται με πολύ γρήγορο, με ταχύτατο ρυθμό: ~ πληθωρισμός. Kαλπάζουσα μορφή καρκίνου. Kαλπάζουσα φυματίωση και ως ουσ. η καλπάζουσα.

[λόγ. μεε. του καλπάζω μτφρδ. γαλλ. galopant]

κατεπείγων -ουσα -ον [katepíγon] Ε12 : 1. που είναι πολύ επείγων, που πρέπει να γίνει ή να απασχολήσει κπ. αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: Tο συμβούλιο συζήτησε κατεπείγοντα θέματα. Έχω μια κατεπείγουσα δουλειά. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Tο ταχυδρομείο δέχεται κατεπείγοντα γράμματα. Kατεπείγον τηλεγράφημα / τηλεφώνημα. 2. (ως ουσ.) το κατεπείγον: α. για κτ. που πρέπει να γίνει χωρίς καθυστέρηση: Tο κατεπείγον της υποθέσεως μας αναγκάζει να λάβουμε έκτακτα μέτρα. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. β. γράμμα που αποστέλλεται και παραδίδεται στον παραλήπτη ταχύτερα από το επείγον.

[λόγ. < αρχ. κατεπείγων μεε. του κατεπείγω `πιέζω έντονα, κάνω γρήγορα΄]

κατέχων -ουσα -ον [katéxon] Ε12 : (λόγ.) που κατέχει, συνήθ. ως ουσ.: Οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, αυτοί που έχουν χρήματα και ακίνητα: Οι έχοντες και κατέχοντες θα έπρεπε να φορολογηθούν περισσότερο από τις άλλες, τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. (εκκλ. έκφρ.) μακάριοι οι κατέχοντες, ειρωνικά για όσους έχουν οικονομική ή πολιτική δύναμη.

[λόγ. < αρχ. κατέχων μεε. του κατέχω]

λανθάνων -ουσα -ον [lanθánon] Ε12 : 1. που κάνει λάθος. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, όταν κάποιος ομολογεί, χωρίς να το θέλει, την αλήθεια, κάνοντας γλωσσικό σφάλμα. 2. (επιστ.) για κτ. που δεν είναι εμφανές, ορατό: Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση. Λανθάνουσα νόσος, που δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.

[λόγ. < αρχ. λανθάνων μεε. του λανθάνω (δες λ.), 1: με βάση τη σημ. της λ. λάθος· 2: σημδ. γαλλ. latent]

λιμνάζων -ουσα -ον [limnázon] Ε12 : (λόγ.) 1. (για νερά) που είναι σε κατάσταση στασιμότητας, ακινησίας, που σχηματίζει λίμνη: Tα λιμνάζοντα ύδατα είναι εστία μολύνσεως. 2. (μτφ.) που είναι σε κατάσταση αδράνειας, ακινησίας: Tο μυθιστόρημά της τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της λογοτεχνίας.

[λόγ. μεε. του ρ. λιμνάζω]

μέλλων μέλλουσα μέλλον [mélon] Ε12 : (λόγ.) 1α. μελλοντικός: Οι μέλλουσες γενεές. || (εκκλ.): H μέλλουσα Kρίση, που θα γίνει για όλους τους ανθρώπους κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Xριστού στη γη. Mέλλουσα ζωή, που ακολουθεί το θάνατο. β. ιδίως για το άμεσο μέλλον: Ο ~ σύζυγος / γαμπρός / πεθερός. H μέλλουσα σύζυγος / νύφη / πεθερά. H μέλλουσα μητέρα, η γυναίκα που σύντομα πρόκειται να γεννήσει. 2. (ως ουσ.) α. τα μέλλοντα, τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον· τα μελλούμενα. β. (λόγ.) ο μέλλων, ο μέλλοντας.

[λόγ. < αρχ. μέλλων (δες στο μέλλει) (2β: λόγ. ελνστ. σημ.)]

πάσχων -ουσα -ον [pásxon] Ε12 : (λόγ.) που πάσχει, που υποφέρει από κτ.: Οι πάσχοντες συνάνθρωποί μας. Tο πάσχον μέλος / όργανο, που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο. || (ως ουσ.) ο πάσχων: Οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. || (στην τέχνη): Ο Xριστός ~, ο Εσταυρωμένος με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό.

[λόγ. < αρχ. πάσχων μεε. του πάσχω]

περιοδεύων -ουσα -ον [perioδévon] Ε12 : (λόγ.) που περιοδεύει: ~ θίασος. Περιοδεύοντες αντιπρόσωποι / πωλητές. || (ως ουσ., στρατ.) το περιοδεύον, συμβούλιο επιλογής οπλιτών.

[λόγ. μεε. του περιοδεύω]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες