Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε11 (ελώδης, ελώδης, ελώδες)
150 εγγραφές [41 - 50]
επουσιώδης -ης -ες [epusióδis] Ε11 : που δεν ανήκει ή δεν αναφέρεται στην ουσία της έννοιας, στην ίδια τη φύση της ή στα κυριότερα στοιχεία της αλλά στα δευτερεύοντα. ANT ουσιώδης: Επουσιώδη στοιχεία / χαρακτηριστικά. || ασήμαντος: Mία ~ διαφορά / λεπτομέρεια. Επουσιώδη λάθη.

[λόγ. < ελνστ. ἐπουσιώδης]

εργώδης -ης -ες [erγóδis] Ε11 : (λόγ.) που απαιτεί έντονη προσπάθεια, που είναι επίπονος, κοπιαστικός: H σύνταξη μιας πολύτομης εγκυκλοπαίδειας αποτελεί ένα εργώδες εγχείρημα.

[λόγ. < αρχ. ἐργώδης]

ευώδης -ης -ες [evóδis] Ε11 : (λόγ.) ευωδιαστός. ANT δυσώδης. || ειρωνικά, για κτ. δυσώδες, δύσοσμο.

[λόγ. < αρχ. εὐώδης]

ζαχαρώδης -ης -ες [zaxaróδis] Ε11 : α. που περιέχει ζάχαρη: Zαχαρώδη προϊόντα, παρασκευασμένα με ζάχαρη. β. (ιατρ.) ~ διαβήτης, ζάχαρο.

[λόγ. < σακχαρώδης με προσαρμ. στη δημοτ. από επίδρ. της λ. ζάχαρη]

ζωώδης -ης -ες [zoóδis] Ε11 : που ταιριάζει σε ζώο και όχι σε άνθρωπο. ANT ανθρώπινος: Bάρβαρα και ζωώδη ένστικτα.

[λόγ. < αρχ. ζῳώδης (< ζῷον)]

ηλιθιώδης -ης -ες [iliθióδis] Ε11 : που ταιριάζει σε ηλίθιο. ηλιθιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἠλιθιώδης· λόγ. ηλιθιώδ(ης) -ώς]

θαμνώδης -ης -ες [θamnóδis] Ε11 : 1. (για τόπο) που είναι γεμάτος από θάμνους: ~ έκταση. 2. που μοιάζει με θάμνο· θαμνοειδής: Θαμνώδη φυτά.

[λόγ. < ελνστ. θαμνώδης]

θειώδης -ης -ες [θióδis] Ε11 : που μοιάζει με το θειάφι, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος· (κυρ. στη χημ.) ονομασία ορισμένων ενώσεων του θείου: Θειώδη οξέα / άλατα.

[λόγ. < ελνστ. θειώδης `που περιέχει θειάφι (δες λ.)΄ & σημδ. λατ. sulfureus (σύγκρ. θειούχος)]

θεμελιώδης -ης -ες [θemelióδis] Ε11 : ο θεμελιακός, ο βασικός, ο ουσιώδης: ~ κανόνας / νόμος. Θεμελιώδεις αρχές. Aπαγορεύεται η αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Θεμελιώδες ζήτημα / πρόβλημα.

[λόγ. θεμέλι(ον) -ώδης]

θηριώδης -ης -ες [θirióδis] Ε11 : 1. που τον χαρακτηρίζει μεγάλη αγριότητα και απανθρωπιά: ~ τύραννος / ψυχή. Θηριώδεις πράξεις, θηριωδίες. 2. πελώριος: Ένας άντρας ~. θηριωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θηριώδης· λόγ. < αρχ. θηριωδῶς]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες