Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
150 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δηλητηριώδης -ης -ες [δilitirióδis] Ε11 : 1. που περιέχει δηλητήριο, που δηλητηριάζει: Δηλητηριώδεις ουσίες. Δηλητηριώδη μανιτάρια / αέρια. || (για ζώα) που διοχετεύει δηλητήριο (με το τσίμπημα ή το δάγκωμα): Δηλητηριώδη φίδια / ερπετά / έντομα. 2. (μτφ.) που είναι γεμάτος μίσος, κακία, εχθρική διάθεση: Δηλητηριώδη λόγια. Δηλητηριώδεις υπαινιγμοί.
[λόγ.: 1: ελνστ. δηλητηριώδης & σημδ. γαλλ. vénéneux, délétère < αρχ. δηλητήριος· 2: ελνστ. σημ.]
- δημώδης -ης -ες [δimóδis] Ε11 : 1. (για γλώσσα) λαϊκός σε αντιδιαστολή προς το λόγιο: ~ γλώσσα, η λαϊκή γλώσσα (γραπτή και προφορική) μιας ορισμένης εποχής. ~ γραμματεία, κείμενα γραμμένα στη λαϊκή γλώσσα μιας ορισμένης εποχής: Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας. 2. δημοτικός1: ~ ποίηση.
[λόγ. < αρχ. δημώδης]
- δυσώδης -ης -ες [δisóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. δύσοσμος. ANT ευώδης: Δυσώδεις αναθυμιάσεις. Δυσώδη αέρια. 2. (μτφ.) αισχρός, βρομερός: Δυσώδη σκάνδαλα.
[λόγ. < αρχ. δυσώδης]
- εκζεματώδης -ης -ες [egzematóδis] Ε11 : (λόγ., ιατρ.) που αναφέρεται στο έκζεμα· (πρβ. εκζεματικός): Εκζεματώδη συμπτώματα. || που μοιάζει με έκζεμα: ~ δερματοπάθεια. || που φέρει εκζέματα: Εκζεματώδη άκρα.
[λόγ. εκζεματ- (έκζεμα) -ώδης]
- ελαιώδης -ης -ες [eleóδis] Ε11 : α. για ύλη που μοιάζει με έλαιο ή περιέχει πολύ έλαιο· (πρβ. λιπαρός): ~ ουσία / μάζα / ύλη. Ελαιώδες υγρό. || ~ σύσταση. β. (για καρπούς, σπόρους κτλ.) που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία: Ελαιώδεις καρποί / σπόροι.
[λόγ. < αρχ. ἐλαιώδης]
- ελκώδης -ης -ες [elkóδis] Ε11 : (ιατρ.) όμοιος με έλκος ή γεμάτος έλκη.
[λόγ. < αρχ. ἑλκώδης]
- ελώδης -ης -ες [elóδis] Ε11 : α.(για τόπο) που έχει έλη, που καλύπτεται, που είναι γεμάτος από έλη· βαλτώδης: Ελώδεις εκτάσεις / περιοχές. ~ χώρα. Ελώδες έδαφος. β. αντί του ελογενής: Ελώδες αέριο. ~ πυρετός.
[λόγ. < αρχ. ἑλώδης]
- εμβρυώδης -ης -ες [emvrióδis] Ε11 : (λόγ.) εμβρυϊκός2: ~ κατάσταση.
[λόγ. έμβρυ(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. embryonnaire]
- ενθουσιώδης -ης -ες [enθusióδis] Ε11 : α.(για πρόσ.) που κατέχεται από ενθουσιασμό: ~ ομιλητής. Ενθουσιώδεις οπαδοί. Ενθουσιώδες ακροατήριο. || που εύκολα ενθουσιάζεται: ~ τύπος / χαρακτήρας. β. (για ενέργεια, εκδήλωση) που γίνεται με ενθουσιασμό ή που εκφράζει ενθουσιασμό· ενθουσιαστικός: ~ έπαινος. ~ υποδοχή. Ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. ~ υποστήριξη. ~ κριτική. Ενθουσιώδες άρθρο.
ενθουσιωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιώδης `εκστατικός΄ κατά τη σημ. της λ. ενθουσιασμός· λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιωδῶς]
- ενστικτώδης -ης -ες [enstiktóδis] Ε11 : α.ενστιγματικός. β. για οποιαδήποτε ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που εκδηλώνεται περισσότερο ως αυθόρμητη εσωτερική παρόρμηση, παρά ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής νοητικής ή βουλητικής διαδικασίας· (πρβ. αυθόρμητος, ασύνειδος): ~ κίνηση / αντίδραση / κραυγή.
ενστικτωδώς ΕΠIΡΡ: ~ έσκυψε το κεφάλι και δεν τον χτύπησαν. [λόγ. ένστικτ(ον) -ώδης· λόγ. ενστικτώδ(ης) -ώς]