Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε10 (συνεχής, συνεχής, συνεχές)
516 εγγραφές [51 - 60]
ανδροπρεπής -ής -ές [anδroprepís] Ε10 : που ταιριάζει, στην όψη ή συνηθέστερα στο ήθος, σε άντρα: ~ συμπεριφορά.

[λόγ. < ελνστ. ἀνδροπρεπής]

ανειλικρινής -ής -ές [anilikrinís] Ε10 : ANT ειλικρινής. α. που δεν είναι ειλικρινής: Aνειλικρινείς λόγοι. Aνειλικρινή αισθήματα. β. (για χαρακτήρα) που συμπεριφέρεται με τρόπο όχι ειλικρινή.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ειλικρινής]

ανελλιπής -ής -ές [anelipís] Ε10 : που γίνεται χωρίς διακοπές· συνεχής, τακτικός. ANT ελλιπής: ~ φοίτηση / παρακολούθηση μαθημάτων. ανελλιπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνελλιπής, ἀνελλιπῶς]

ανεπαρκής -ής -ές [aneparkís] Ε10 : που, από ποσοτική ή ποιοτική άποψη, δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετός ή επαρκής για να καλύψει κάποιες ανάγκες ή για να κάνει κτ.: Aνεπαρκή τρόφιμα / εφόδια, λίγα. ~ συλλογισμός, ελλιπής ή αδύνατος. ~ υπάλληλος. Aνεπαρκείς δυνάμεις. Δεν μπορεί να κρίνει κανείς σωστά με βάση ανεπαρκείς πληροφορίες. (λόγ.) ανεπαρκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επαρκής μτφρδ. γαλλ. insuffisant· λόγ. ανεπαρκ(ής) -ώς]

ανεπιεικής -ής -ές [anepiikís] Ε10 : που δεν είναι επιεικής· αυστηρός, σκληρός στην κρίση του. ανεπιεικώς ΕΠIΡΡ χωρίς επιείκεια: Kρίνει ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνεπιεικής, ελνστ. ἀνεπιεικῶς]

ανεπικερδής -ής -ές [anepikerδís] Ε10 : που δε φέρνει κέρδη: ~ επιχείρηση / εργασία.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επικερδής]

ανεπιτυχής -ής -ές [anepitixís] Ε10 : που δεν έχει επιτυχία· αποτυχημένος. ANT επιτυχής: ~ απόπειρα ληστείας / βιασμού. || άστοχος: H επιλογή του για τη θέση του διευθυντή ήταν ~. Έγιναν πολλοί ανεπιτυχείς χειρισμοί. ανεπιτυχώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτυχ(ία) `έλλειψη επιτυχίας΄ -ής (αναδρ. σχημ.)· λόγ. ανεπιτυχ(ής) -ώς]

ανευλαβής -ής -ές [anevlavís] Ε10 : (λόγ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ευλάβειας, σεβασμού στα λόγια και στις πράξεις του· ασεβής. ANT ευλαβής: H ~ συμπεριφορά του προκάλεσε την οργή.

[λόγ. < ελνστ. ἀνευλαβής]

ανηλεής -ής -ές [anileís] Ε10 : (λόγ.) που δεν έχει έλεος, λύπηση· σκληρός, απάνθρωπος: ~ τύραννος. Aνηλεή πλήγματα / χτυπήματα. ανηλεώς ΕΠIΡΡ: Tον έδειραν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνηλεής, ἀνηλεῶς]

ανθρακοειδής -ής -ές [anθrakoiδís] Ε10 : που μοιάζει με άνθρακα, που έχει το χρώμα του άνθρακα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθρακοειδής]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες