Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Εισαγωγικά και ειδικά θεωρητικά ζητήματα 

Η ελληνική είναι το μοναδικό επιζών μέλος του ελληνικού (Hellenic) κλάδου της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Δεν είναι γνωστό αν υπήρχαν ποτέ και άλλα μέλη, αν και έχουν διατυπωθεί από τους επιστήμονες διάφορες υποθέσεις σχετικά με την αρχική γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων, πριν αυτοί αφομοιωθούν από τον κυρίαρχο αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Σύμφωνα με τις υποθέσεις αυτές η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων ήταν α) μια διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής, β) μια γλώσσα του ελληνικού κλάδου συγγενής προς την αρχαία ελληνική αλλά και διακριτή από αυτήν, γ) μια γλώσσα που δεν ανήκε στον ελληνικό κλάδο αλλά ήταν εξολοκλήρου διαφορετική, όπως η ιλλυρική (η οποία μπορεί να ήταν ή μπορεί και όχι η πρόγονος της αλβανικής). Στους ιστορικούς χρόνους, οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι υπέστησαν ομαλοποίηση ή ισοπέδωση [levelling], δηλαδή σημαντική μείωση της ποικιλομορφίας που τις χαρακτήριζε, γεγονός που οδήγησε στη διαμόρφωση μιας δια-διαλεκτικής κοινής [Bubenik, V.: Η δημιουργία κοινής, Τριανταφυλλίδης, Μ.: Νεοελληνική γραμματική], από την οποία προέρχονται σχεδόν όλες οι σύγχρονες ποικιλίες της ελληνικής (Browning, R.: Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα και Τριανταφυλλίδης, Μ.: Νεοελληνική γραμματική).

Σε αντίθεση με τη λατινική, η αρχαία ελληνική δεν οδήγησε στην ανάδυση διαφορετικών θυγατρικών γλωσσών. Η μόνη απόγονος της αρχαίας ελληνικής είναι η νέα ελληνική. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές ποικιλίες της ελληνικής που διαφέρουν ριζικά από όλες τις υπόλοιπες. Η μία είναι η τσακωνική [(βλ. Newton 1972), μια ελληνική ποικιλία που μιλιέται στην ανατολική Πελοπόννησο και προέρχεται από την αρχαία ελληνική, αλλά όχι με τη μεσολάβηση της κοινής. Μολονότι αναφέρεται ότι η τσακωνική βρίσκεται σε διαδικασία γλωσσικού θανάτου, μερικά σχολεία στην περιοχή έχουν αναγνωρίσει τον βαθμό στον οποίο διαφέρει από άλλες μορφές της ελληνικής, και έτσι παρέχουν στους μαθητές διδακτικό υλικό γραμμένο στην ποικιλία αυτή.

Μια άλλη ιδιαίτερη περίπτωση είναι η ποντιακή και οι ελληνικές διάλεκτοι της Μαύρης Θάλασσας που μιλιούνται κυρίως στη Γεωργία και τη βόρεια Τουρκία. Η διαλεκτική αυτή ομάδα διακρίνεται γενικά από τις ποικιλίες της ελληνικής που έχουν τις ρίζες τους σε περιοχές της κεντρικής Τουρκίας και είναι γνωστές ως καππαδοκικές (βλ. Dawkins 1916· Sikkenga 1992· Janse υπό έκδοση). Οι ποικιλίες αυτές της Μικράς Ασίας διαφέρουν σημαντικά από άλλες διαλέκτους της ελληνικής, αφενός επειδή ήταν για πολύ καιρό αποκομμένες, και αφετέρου επειδή δέχτηκαν σημαντική επίδραση από άλλες γλώσσες, και κυρίως από την τουρκική, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι σε άλλες μορφές της ελληνικής, όπου η επίδραση δεν είναι τόσο εμφανής.

Περιεχόμενα

Η μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων

Ο Τζιτζιλής (2000, 2001) χωρίζει την ιστορία της μελέτης των ελληνικών διαλέκτων σε τρεις χρονικές φάσεις. Αρχικά, υπήρξαν εργασίες για μεμονωμένες διαλέκτους, οι οποίες εστίαζαν κατά κανόνα σε φωνολογικά χαρακτηριστικά ακολουθώντας την προσέγγιση της ιστορικής γλωσσολογίας. Κατά τη δεύτερη περίοδο αναπτύχθηκε η δομική διαλεκτολογία, η οποία έδινε έμφαση όχι μόνο στη φωνολογία αλλά και στο λεξιλόγιο. Κατά την τρίτη περίοδο, παρατηρούμε τη μετακίνηση προς τη γενετική διαλεκτολογία που σηματοδοτήθηκε από το πρωτοποριακό βιβλίο του Newton (1972). Ο Τζιτζιλής επισημαίνει επίσης ότι έχει γίνει ελάχιστη έρευνα στον τομέα της κοινωνικής διαφοροποίησης ή στη σύνταξη· εξάλλου δεν υπάρχουν γλωσσικοί άτλαντες με εξαίρεση τον γλωσσικό άτλαντα της Κρήτης (βλ. επίσης: δείγμα χάρτη) που συντάχθηκε από τον Κοντοσόπουλο (1988).

Επίσης, ενώ υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις για μεμονωμένες διαλέκτους που εμπίπτουν στις τρεις κατηγορίες που σκιαγράφησε ο Τζιτζιλής, υπάρχουν ελάχιστες εργασίες που ασχολούνται με τις ελληνικές διαλέκτους ως σύνολο, και πολύ λίγοι χάρτες που επιχειρούν να απεικονίσουν τις μείζονες διαιρέσεις και υποδιαιρέσεις των διαλέκτων αυτών. Δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτές κατηγοριοποιήσεις, ούτε και ευρέως δημοσιευμένοι χάρτες σαν και αυτούς που μπορεί να βρει κανείς για πολλές άλλες γλώσσες.(Γλωσσικοί άτλαντες στο διαδίκτυο) Και, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο συγκρότησης διαλεκτικού χάρτη. Το σχετικό παράπονο του Τριανταφυλλίδη, Μ.: Νεοελληνική γραμματική ([1938] 1993, 66) επαναλαμβάνεται εξήντα χρόνια αργότερα από τη Δελβερούδη (1999, 554). Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πλέον πολύ αργά, καθώς οι υπό εξέταση διάλεκτοι, όπως η παλαιά αθηναϊκή, έχουν αντικατασταθεί από την κοινή νέα ελληνική (Δελβερούδη 1999). Σε άλλες πάλι, μολονότι δεν είναι ακόμη τόσο αργά, θα είναι σύντομα αργά, καθώς οι υπό συζήτηση διάλεκτοι βρίσκονται σε διαδικασία συρρίκνωσης (Malikouti-Drachman 1999, 2000).

Η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1830, αλλά μόλις το 1947 σταθεροποιήθηκαν τα σημερινά της σύνορα. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, μεγάλες ανταλλαγές πληθυσμών έλαβαν χώρα, έτσι ώστε πολλές περιοχές της σημερινής Τουρκίας που ήταν ελληνόφωνες έπαψαν να είναι, γεγονός που είχε ως συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο των διαλέκτων. Εξαίρεση αποτελεί η ποντιακή, η οποία, πέρα από την κοιτίδα της στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, αριθμεί ακόμη σήμερα 300.000 ομιλητές (Drettas 1999, 91). Υπάρχει επίσης μια μικρή κοινότητα ομιλητών της σύγχρονης καππαδοκικής στη Θεσσαλία.

Υπάρχουν επίσης ορισμένες περιοχές της Ελλάδας που δεν ήταν αρχικά ελληνόφωνες, και γι' αυτό δεν έχουν πραγματικές τοπικές διαλέκτους: εδώ ανήκουν οι περιοχές που διαθέτουν, ή διέθεταν, ομιλητές των αρβανίτικων (αλβανικά) στην Αττική, τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο καθώς και περιοχές με ομιλητές της βλάχικης (νεολατινική γλώσσα), της τουρκικής και σλαβικών γλωσσών στη βόρεια Ελλάδα (Trudgill 2000). Πολλές από τις περιοχές αυτές έχουν δεχτεί πλέον ελληνόφωνους πληθυσμούς, κυρίως από τη Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία, γεγονός που έχει οδηγήσει σε ανάμειξη διαλέκτων και δημιουργία κοινών γλωσσών [koinéisation], και στην ανάπτυξη κατά κάποιον τρόπο σχεδόν ενιαίων πρότυπων μορφών της ελληνικής (μορφές που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ).

Ταξινόμηση των διαλέκτων

Η ταξινόμηση των παραδοσιακών ελληνικών διαλέκτων που ακολουθεί, επομένως, έχει ως στόχο να συνοψίσει το σύνολο των διαθέσιμων γνώσεων γύρω από τη γεωγραφική κατανομή των διαλέκτων όπως αυτές εμφανίζονταν μεταξύ του 1820 και του 1920, όταν βρίσκονταν στην πλήρη τους ανάπτυξη, πριν από τις μετακινήσεις των πληθυσμών. Η ταξινόμηση αυτή περιλαμβάνει και δύο σημαντικούς αυτόχθονες ελληνόφωνους πληθυσμούς, την Κύπρο και τη νότια Αλβανία, οι οποίες βρίσκονται εκτός των ελληνικών συνόρων. Από την άλλη, δεν περιλαμβάνει τους ελληνόφωνους θυλάκους της νότιας Ιταλίας (κατωιταλικά), της Κορσικής, της Βουλγαρίας (σαρακατσάνικα), του Βόσπορου, των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, της Κωνσταντινούπολης, της Συρίας (κρητική), της Αιγύπτου, καθώς και τις καππαδοκικές διαλέκτους της κεντρικής Μικράς Ασίας (βλ. Χριστίδης et al. 1999· Αραποπούλου 2001· Janse υπό έκδοση).

Η ταξινόμηση αυτή βασίζεται στο έργο των Κοντοσόπουλου και Newton, και έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετά φωνολογικά χαρακτηριστικά τα οποία συζητιούνται από τους παραπάνω μελετητές. Δυστυχώς, υπάρχουν σχετικά λίγα χαρακτηριστικά για τα οποία διαθέτουμε πλήρεις γεωγραφικές πληροφορίες με αποτέλεσμα να απορριφθούν ορισμένα πολύ γνωστά από αυτά, όπως το πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό πολλών διαλέκτων του Αιγαίου, η αποβολή των ηχηρών τριβόμενων, δηλαδή η απώλεια των μεσοφωνηεντικών /v, ð, ɣ/, για παράδειγμα, /meˈɣalo/ > /meˈalo/ (Newton 1972, 60-1).

Χαρακτηριστικά ταξινόμησης

Τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούμε για την ταξινόμηση είναι τα εξής:

1. Αποβολή των ψηλών φωνηέντων

Ένα πολύ γνωστό χαρακτηριστικό που συνδέεται με τις βορειοελλαδικές διαλέκτους (βλ. Newton 1972, 182 κ.ε.). Οι διάλεκτοι αυτές χωρίζονται από τον Κοντοσόπουλο (1994) σε τρεις υποομάδες. Οι ακραίες βόρειες διάλεκτοι αποβάλλουν όλα τα άτονα /i, u/ και ανυψώνουν τα άτονα /e, o/ σε /i, u/, αντίστοιχα. Αυτό οδηγεί σε προφορές του τύπου Θεσσαλονίκη /θesalonˈiki/ > /θisaluˈnik/. Οι βόρειες διάλεκτοι αποβάλλουν τα άτονα /i, u/ μόνο στο τέλος λέξης και ανυψώνουν τα άτονα /e, o/. Οι ημιβόρειες διάλεκτοι αποβάλλουν και αυτές μόνο τα τελικά άτονα /i, u/ αλλά δεν ανυψώνουν τα άτονα /e, o/. Η αποβολή των ψηλών φωνηέντων είναι ξεκάθαρα ένας διαλεκτικός νεωτερισμός που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των βόρειων περιοχών και δεν έχει επηρεάσει άλλες περιοχές νοτιότερα.

2. ύψιλον > /u/

Τα αρχαία ελληνικά υ και οι (προφορά [y],) τράπηκαν σε /i/ σε όλες σχεδόν τις ποικιλίες της νέας ελληνικής (Newton 1972, 16). Ωστόσο, ορισμένες περιοχές έχουν /u/. Είναι οι εξής: οι τέσσερις διάλεκτοι-«οάσεις» στις παρυφές ή μέσα στην αρβανιτόφωνη περιοχή γύρω από την Αθήνα, δηλαδή οι διάλεκτοι της Κύμης, της Αίγινας, των Μεγάρων και η παλαιά αθηναϊκή· η χερσόνησος της Μάνης στη νότια Πελοπόννησο· και η τσακωνική. Η τσακωνική είναι η μόνη νεότερη διάλεκτος που δεν προέρχεται από την αρχαιοελληνική κοινή και αποκλίνει από πολλές απόψεις. Ένα προφανές συμπέρασμα από αυτή τη γεωγραφική μορφοποίηση είναι ότι οι τέσσερις, εξαφανισμένες σήμερα, διάλεκτοι- «οάσεις» είναι τα τελευταία κατάλοιπα μιας μεγάλης, ενιαίας περιοχής, στην οποία απαντούσε κάποτε το χαρακτηριστικό αυτό, πριν τη διείσδυση των αρβανίτικων (Karatzas 1940) που είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση και την απομάκρυνση των τεσσάρων αυτών περιοχών μεταξύ τους.

3. Ουράνωση των υπερωικών

Όλες οι ποικιλίες της νέας ελληνικής προσθιώνουν τα υπερωικά σύμφωνα σε περιβάλλοντα πριν από φωνήεν και /j/. Ωστόσο, ένα πολύ γνωστό χαρακτηριστικό που συνδέεται με τις νότιες ελληνικές διαλέκτους είναι η απόλυτη ουράνωση και προστριβοποίηση των υπερωικών στην ίδια θέση. Συγκεκριμένα, τα /k, g, x, ɣ/ προσθιώνονται πριν από /i, e, j/ και τρέπονται σε [tɕ, dʑ, ɕ, ʑ] ή [tʃ, dʒ, ʃ, ʒ]. Σύμφωνα με τον Newton (1972) και τον Κοντοσόπουλο (1994), το χαρακτηριστικό αυτό απαντά επίσης στη Μάνη, διάλεκτος η οποία έχει άλλα κοινά χαρακτηριστικά με την κρητική· απαντά επίσης στα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα και σε μερικά νησιά των νότιων Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου. Ας σημειωθεί ότι και η Κύμη της Εύβοιας διαθέτει αυτό το χαρακτηριστικό.

4. Τσιτακισμός

Σε μια περιοχή ακριβώς βόρεια από αυτήν όπου εμφανίζεται η ουράνωση των υπερωικών βρίσκουμε ένα χαρακτηριστικό γνωστό στους έλληνες γλωσσολόγους ως τσιτακισμός. Αυτό αφορά την επιπλέον προσθίωση του αρχικού /k/ μπροστά από /i, e, j/ και την τροπή του σε /ts/. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα (Newton 1972, 133) την συγχώνευση/σύμπτωση των /k/ και /ts/. Σε μερικά μέρη το φαινόμενο επεκτείνεται και στα /x, g/ τα οποία τρέπονται σε /s, dz/. Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων που δεν διαθέτουν την ουράνωση των υπερωικών. Ο τσιτακισμός απαντά επίσης σε τρεις από τις διαλέκτους «οάσεις»: στην Αίγινα, την παλαιά αθηναϊκή και τα Μέγαρα (όχι όμως στην Κύμη). Τόσο η ουράνωση των υπερωικών όσο και ο τσιτακισμός αποτελούν σαφείς διαλεκτικούς νεωτερισμούς.

5. Διπλά σύμφωνα

Ένα άλλο χαρακτηριστικό πολύ γνωστό για την κυπριακή είναι η διατήρηση των διπλών συμφώνων της αρχαίας ελληνικής. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ενδεικτικό γλωσσικής διατήρησης σε σχέση με την κοινή νέα ελληνική. Ωστόσο, η κυπριακή επιδεικνύει και ανάπτυξη νέων διπλών συμφώνων, ακόμη και σε αρχική θέση της λέξης. Στην περίπτωση των τριβόμενων, των έρρινων και των προσεγγιστικών, ο αναδιπλασιασμός αυτός παίρνει απλώς τη μορφή μακρότητας, δηλαδή το ναι προφέρεται ως /nne/. Στην περίπτωση των άηχων κλειστών, ωστόσο, εκδηλώνεται όχι μόνο ως μακρότητα (η οποία δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ακουστικά σε αρχική θέση λέξης) αλλά και ως δασύτητα. Έτσι, συναντάμε στην κυπριακή ελάχιστα ζεύγη (Newton 1972, 91) της μορφής /filla/ 'φύλλα' vs. /fila/ 'φίλα!' και /mmatin/ 'μάτι' vs. /matin/ 'παλτό'. Η παρουσία των διπλών συμφώνων δεν περιορίζεται στην Κύπρο αλλά εκτείνεται σε πολλά ακόμη νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου.

6. Διατήρηση του τελικού /n/

Εξίσου τυπική της κυπριακής είναι η διατήρηση του πρωτογενούς τελικού /n/. Και πάλι το χαρακτηριστικό αυτό εκτείνεται και πέρα από την Κύπρο: «Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νοτιοανατολικού διαλεκτικού συνόλου είναι η διατήρηση του αρχαίου τελικού έρρινου σε διάφορες κατηγορίες λέξεων. Για παράδειγμα το 'he said' (είπε) εμφανίζεται ως [ipen] πριν από παύση» (Newton 1972, 99). Και η περιοχή αυτή αντιπροσωπεύει, σαφώς, μια ζώνη γλωσσικής διατήρησης σε σχέση με την κοινή νέα ελληνική.

Διαλεκτική διαφοροποίηση του ελλαδικού χώρου (πλαγιότιτλος)

Τα χαρακτηριστικά αυτά μας επιτρέπουν να χωρίσουμε τον ενιαίο διαλεκτόφωνο ελληνικό χώρο, κατά την περίοδο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σε δεκατέσσερις περιοχές, ως εξής:

1. Κεντρική

Δυτική Ήπειρος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Πελοπόννησος. Η περιοχή αυτή δεν διαθέτει κανένα από τα έξι χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούμε ως κριτήρια. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι τα νησιά του Ιονίου και η Πελοπόννησος είναι γενικά αποδεκτό ότι έχουν παράσχει τα περισσότερα στοιχεία στην πρότυπη ΚΝΕ (Horrocks 1997, 300).

2. Βόρεια

Η βόρεια περιοχή χαρακτηρίζεται από αποβολή των ψηλών φωνηέντων και αποτελείται από: τη βόρεια ηπειρωτική χώρα (εκτός από τη δυτική Ήπειρο), τη Λευκάδα, τη βόρεια Εύβοια, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, την Ίμβρο, τη Λέσβο, τη Λήμνο, τη Σκύρο, τη Σκιάθο, τη Σκόπελο, την Αλόννησο (και τα υπόλοιπα μικρά νησιά των βόρειων Σποράδων). Υπάρχει και σε αυτή την περιοχή σημαντική κατά τόπους διαφοροποίηση όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο ακολουθείται ο κανόνας αυτός.

2α. Σάμος

Και η Σάμος εμφανίζει αποβολή των ψηλών φωνηέντων. Ταξινομείται ως ξεχωριστή υποπεριοχή απλά και μόνο εξαιτίας της γεωγραφικής της απόστασης από την περιοχή 2.

3. Μάνη

Η Μάνη εμφανίζει /u/ από το ύψιλον και επιπλέον ουράνωση των υπερωικών.

4. Τσακωνική

Η διάλεκτος αυτή διαφέρει σημαντικά από τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους, καθώς δεν προέρχεται από την κοινή.

5. Παλιά αθηναϊκή

Η διάλεκτος αυτή, που έχει εκλείψει, εκπροσωπείται από τρεις ξεχωριστές περιοχές: Αίγινα, Μέγαρα, και την παλιά αθηναϊκή της ίδιας της Αθήνας. Οι περιοχές αυτές εμφανίζουν /u/ από το ύψιλον και τσιτακισμό.

6. Κύμη

Η Κύμη εμφανίζει /u/ από το ύψιλον και ουράνωση των υπερωικών, όπως και η Μάνη.

7. Νότια

Στην περιοχή αυτή απαντά μόνο το ένα από τα έξι χαρακτηριστικά μας, η ουράνωση των υπερωικών: Κρήτη, Κύθηρα, Αντικύθηρα και Σαντορίνη (Θήρα) και, ίσως Ανάφη και Μήλος.

8. Νοτιοανατολική

Κύπρος, Ρόδος, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κως, Λέρος, Πάτμος. Τα νησιά αυτά εμφανίζουν ουράνωση των υπερωικών και διπλά σύμφωνα καθώς και διατήρηση του τελικού /n/.

9. Ανατολική

Σύμη, Τήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος, Ικαρία, Αστυπάλαια, Χίος, και γειτονικές περιοχές της ηπειρωτικής Μικράς Ασίας. Η περιοχή αυτή διαθέτει διπλά σύμφωνα και διατήρηση του τελικού /n/, αλλά όχι ουράνωση των υπερωικών.

10. Σμύρνη

Η περιοχή της Σμύρνης της Μ. Ασίας, σύμφωνα με τον Κοντοσόπουλο (1994, 113-114), διέθετε έναν αριθμό διακριτικών χαρακτηριστικών, αλλά κανένα από τα έξι επιλεγμένα. Από την άποψη αυτή ταυτίζεται με την περιοχή 1.

11. Κεντρικές Κυκλάδες

Αμοργός, Ηράκλεια, Σχοινούσα, Κέρος, Κουφονήσι, και Δονούσα. Τα νησιά αυτά διαθέτουν τα χαρακτηριστικά των διπλών συμφώνων, της διατήρησης του τελικού /n/ και του τσιτακισμού.

12. Δυτικές Κυκλάδες

Οι Σίφνος, Κίμωλος και Σέριφος διαθέτουν διπλά σύμφωνα και ουράνωση των υπερωικών, αλλά όχι τσιτακισμό.

13. Μύκονος

Είναι η μόνη που διαθέτει το βόρειο χαρακτηριστικό της αποβολής των ψηλών φωνηέντων και τον τσιτακισμό των κεντρικών Κυκλάδων.

14. Βόρειες Κυκλάδες

Άνδρος, Τήνος, Κέα, Σύρος, Νάξος, Πάρος, Αντίπαρος, Ίος, Σίκινος και Φολέγανδρος. Από τα έξι χαρακτηριστικά, τα νησιά αυτά διαθέτουν μόνο τον τσιτακισμό.

Μετάφραση Μ. Αραποπούλου

Βιβλιογραφία

  1. AΡΑΠΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. 2001. Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ et al. 2001, 175-179.
  2. ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ, Γ. 1990. Νεοελληνική γλώσσα: Ιστορικές και γλωσσολογικές διαστάσεις. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
  3. BROWNING, R. 1969. Medieval and Modern Greek. Cambridge: Cambridge University Press. Eλλ. Μτφρ. Δ. Σωτηρόπουλος με τίτλο Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα (Αθήνα: Παπαδήμας, 1972).
  4. ΓΟΥΝΑΡΗΣ, Β. 1997. Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Στο Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα: Μια συμβολή των κοινωνικών επιστημών, επιμ. Κ. Τσιτσελίκης & Δ. Χριστόπουλος, 73-118. Αθήνα: Κριτική.
  5. DAWKINS, R. 1940. The dialects of Modern Greek. Transactions of the Philological Society, 1-38.
  6. ΔΕΛΒΕΡΟΥΔΗ, Ρ. 1999. Γλωσσικό ζήτημα και νεοελληνικά ιδιώματα (1880-1910). Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 1999, 553-560.
  7. DRETTAS, G. 1999. Το ελληνοποντιακό διαλεκτικό σύνολο. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ et al. 1999, 15-24.
  8. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Λ. & Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, επιμ. 2001. Διημερίδα για τα αρβανίτικα. Στο Εμπειρίκος et al. 2001, 281-382.
  9. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Λ. Α. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, Ε. ΚΑΡΑΝΤΖΟΛΑ, Λ. ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, Σ. ΜΠΕΗΣ, Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ & Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, επιμ. 2001. Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  10. HATZIDAKIS, G. 1892. EinleitungindieneugriechischeGrammatik. Λειψία.
  11. HORROCKS, G. 1997. Greek: A History of the Language and its Speakers. Λονδίνο: Longman.
  12. JANSE, M. Υπό έκδοση. Η καππαδοκική διάλεκτος. Στο ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ υπό έκδοση.
  13. ΚΑΡΑΤΖΑΣ, Σ. 1940. Συμβολή εις την ευβοϊκήν διαλεκτολογίαν. Στο Αφιέρωμα εις Κ. Άμαντον, 253-286. Αθήνα.
  14. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. 1983-4. La Grèce du ti at la Grèce du inda. Γλωσσολογία 2-3:149-162.
  15. Κοντοσόπουλος, Ν. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. Αθήνα. 3η έκδ (Αθήνα: Γρηγόρης, 2001).
  16. ΜΑΛΙΚΟΥΤΗ-DRACHMAN, A. 1999. Φαινόμενα δανεισμού και συρρίκνωσης του διαλεκτικού λόγου. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 1999, 533-542.
  17. ―――, 2000. Συρρίκνωση διαλεκτικών συστημάτων. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ et al. 2000, 91-96.
  18. ΜΠΕΗΣ, Σ. & Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, επιμ. 2001. Διημερίδα για τα βλάχικα. Στο Εμπειρίκος κ.ά. 2001, 69-140.
  19. NEWTON, B. 1972. The Generative Interpretation of Dialect: A Study of Modern Greek Phonology. Cambridge: C.U.P.
  20. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ, Ν. 2001α. Φωνητικές παρατηρήσεις σε ένα μεσσηνιακό ιδίωμα. Στο Γλωσσολογία 1999. Πρακτικά 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (Λευκωσία, 17-19/9/1999), 480-486. Θεσσαλονίκη: University Studio Press/ Πανεπιστήμιο Κύπρου.
  21. ―――, 2001β. Πελοποννησιακός ιδιωματικός λόγος και κοινή νεοελληνική. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 21ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ. , 550-561.
  22. ΣΕΛΛΑ, Ε. 1994. Κοινωνικές διάλεκτοι της ελληνικής: Μια πρώτη προσπέλαση. Πόρφυρας 69, 176-189.
  23. ΣΕΛΛΑ-ΜΑΖΗ, Σ. 1997. Διγλωσσία και ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες στην Ελλάδα. Στο Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα: Μια συμβολή των κοινωνικών επιστημών, επιμ. Κ. Τσιτσελίκης και Δ. Χριστόπουλος, 351-413. Αθήνα: Κριτική.
  24. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Μ. 1938. Νεοελληνική γραμματική. 1ος τόμ., Ιστορική εισαγωγή. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  25. TRUDGILL, P. 2000. Greece and European Turkey: From religious to linguistic identity. Στο Language and Nationalism in Europe, επιμ. S. Barbour and C. Carmichael, 240-263. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  26. ―――, 2003. Modern Greek dialects: A preliminary classification. Journal of Greek Linguistics 4:45-63
  27. TRUDGILL, P. & G. TZAVARAS. 1975. A Sociolinguistic Study of Albanian Dialects Spoken in the Attica and Biotia Areas of Greece. Λονδίνο: Social Science Research Council Report.
  28. ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ, Χ. 2000 & 2001. Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ et al. 2000, 15-22 και στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ et al. 2001, 168-174.
  29. ―――, επιμ. Υπό έκδοση. Οι νεοελληνικές διάλεκτοι. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  30. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ., επιμ. 1999. «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ε.Ε.: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη Μάρτιος 1997). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  31. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. σε συνεργασία με τη Μ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, επιμ. 2001. Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  32. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. ET AL., επιμ. 1999. Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής (δίγλωσση έκδ.) Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  33. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ. ET AL., επιμ. 2000. Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της (δίγλωσση έκδ., ελλ.-γαλλ.). Αθήνα & Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20