Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής των διαλέκτων

Στη νότια Ιταλία εντοπίζονται δύο ελληνικές γλωσσικές νησίδες. Η μια βρίσκεται στη νότια άκρη της Καλαβρίας (Reggio Calabria), γύρω από την Bova (πρωτεύουσα αυτής της ελληνόφωνης περιοχής), και ονομάζεται Bovesía. Περιλαμβάνει τα εξής χωριά (πέρα από τη Bova): Roghudi, Chorio di Roghudi, Roccaforte del Greco, Condofuri, Gallicianò και Amendolèa. Η άλλη νησίδα βρίσκεται στην Απουλία, στην περιοχή του Salento, νότια της πόλης Lecce, και ονομάζεται Grecía. Περιλαμβάνει τα χωριά: Calimera, Castrignano dei Greci, Corigliano d'Otranto, Zollino, Sternatia, Martano, Martignano, Melpignano και Soleto (βλ. Προφίλη 1999α Προφίλη 1999β, Κοντοσόπουλος 2000, 16 Campolo 2004, 154).

Όσον αφορά την παρουσία της ελληνικής γλώσσας στις περιοχές αυτές, έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές θεωρίες (βλ. Fanciullo 1986, Browning 1991, 173 Oztasciyan-Bernadini 1994 Lambropoulou 1997 Fanciullo 2001). Σύμφωνα με την πρώτη από αυτές, τα ελληνικά της περιοχής χρονολογούνται κατά τη βυζαντινή εποχή, όταν έλληνες από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (προερχόμενοι από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τον Πόντο) εγκαταστάθηκαν στην νότια Ιταλία. Η δεύτερη θεωρία προτείνει ότι οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί των περιοχών αυτών κατάγονται από τους αρχαίους έλληνες αποίκους, οι οποίοι ενισχύθηκαν με έλληνες μοναχούς κατά τα χρόνια της βυζαντινής κατοχής της νότιας Ιταλίας, καθώς και με έλληνες πρόσφυγες και εξόριστους αργότερα. Χάρη στη δεύτερη θεωρία μπορούν να ερμηνευθούν οι έντονοι δωρισμοί στις διαλέκτους αυτές, οι οποίοι μάλιστα δεν απαντούν καν στις αρχαίες δωρικές διαλέκτους του ελλαδικού χώρου.

Χάρτης β
Η ελληνόφωνη Κάτω Ιταλία

Πηγή: Rohlfs, G. 1933. Scavi linguistici nella Magna Grecia. Ρώμη.

2. Γλωσσική περιγραφή των διαλέκτων

Στους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Κάτω Ιταλίας, παρατηρείται διαλεκτική διαφοροποίηση από χωριό σε χωριό, αλλά και σημαντικές διαφορές μεταξύ των ελληνικών της Απουλίας (που λέγονται «γραικοσαλεντίνικα» ή «πουλιέζικα» ή, στα ιταλικά, «grico») και αυτών της Καλαβρίας («καλαβρέζικα» ή, στα ιταλικά, «grecanico», «bovese», «greco-calabro», «romaico»). Τα μεν πρώτα έχουν δεχθεί λιγότερες ξένες επιδράσεις από ό,τι τα δεύτερα. Παρ' όλα αυτά, τα καλαβρέζικα είναι πιο συντηρητικά και διατηρούν περισσότερους αρχαϊσμούς (Κοντοσόπουλος 2000, 20 Μεργιάνου 1994, 239).

Γενικά, οι κατωιταλικές διάλεκτοι δεν ανήκουν ούτε στα βόρεια ούτε στα νότια ελληνικά ιδιώματα. Έχουν δεχθεί ιδιαίτερα έντονες επιδράσεις από την ιταλική και τις τοπικές διαλέκτους στην προφορά, τη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο και γράφονται σχεδόν πάντοτε με το λατινικό αλφάβητο. Επίσης, μέρος του λεξιλογίου τους προέρχεται από τη λατινική. Ορισμένα από τα κύρια κοινά χαρακτηριστικά των δύο αυτών διαλέκτων είναι τα ακόλουθα:

  • α. Φωνητική-φωνολογία
    • Υπάρχει δασύς τσιτακισμός: το /k/ προφέρεται ως [t∫] πριν από [i] και [e].
    • Τα διπλά σύμφωνα προφέρονται είτε ως τέτοια είτε ως μακρά είτε σαν ένα απλό συνοδευόμενο από δασύ πνεύμα.
    • Παρατηρείται γενικά έντονη προτίμηση για ανοιχτές συλλαβές στο τέλος της λέξης, με αποτέλεσμα να μην απαντά τελικό [s] ή [n]: ο άντρας [o ádra], λέγουν [léγu]. Άλλοτε πάλι, λόγω της ίδιας προτίμησης, μπορεί να προστίθεται ένα [e] ή [ə] στο τέλος της λέξης: τρεις [tríse], πώς [pόse], δεν είχεν [δen íçene].
    • Το /γ/ προφέρεται ως [g] πριν από τα [a], [ο] και [u]: εγώ τρώγω [ego trogo].
  • β. Μορφολογία
    • Τα ουσιαστικά, τα επίθετα και οι αντωνυμίες δεν εμφανίζουν πτωτικό σύστημα. Η διάκριση μεταξύ ονομαστικής και αιτιατικής γίνεται βάσει του άρθρου, ενώ η γενική αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από προθετικές φράσεις.
    • Απλοποίηση απαντά και στο σύστημα του ρήματος, όπου παρατηρείται η τάση για ένα και μοναδικό κλιτικό παράδειγμα στη μορφολογία του.
    • Παρατηρούνται ιδιαιτερότητες στη δήλωση του ποιού ενεργείας (ρηματική όψη). Συγκεκριμένα, η σημασιολογική διάκριση μεταξύ τέλειου και ατελούς ποιού ενεργείας διατηρείται κυρίως μεταξύ παρατατικού και αορίστου.
    • Παρατηρούνται διαφορετικοί βαθμοί γραμματικοποίησης, καθώς σχηματίζονται ρηματικές περιφράσεις, οι οποίες έχουν σταθερή σημασία. Έτσι, ο εξακολουθητικός ενεστώτας δηλώνεται με stéko + γερούνδιο ενεστωτικού θέματος, π.χ. stéko platéγonda 'μιλώ', και ο υπερσυντέλικος με ímmo + γερούνδιο αοριστικού θέματος, π.χ. ímmo + platessonda 'είχα μιλήσει'.
  • γ. Λεξιλόγιο
    • Οι κατωιταλικές διάλεκτοι διαθέτουν αρκετές ιδιωματικές λέξεις (κανονίζω: κοιτάζω, ότοιμο 'έγκυος', gαμπρή 'νύφη', κουράζω 'ραβδίζω'). Ειδικά στα καλαβρέζικα απαντούν πολλοί δωρισμοί (λανό 'πατητήρι', από το αρχαίο ληνός, νασίδα 'νησίδα'). Επιπλέον, διαπιστώνεται έντονος δανεισμός από τις τοπικές ιταλικές διαλέκτους, ακόμα και σε κλειστές γραμματικές κατηγορίες, όπως είναι οι προθέσεις. Φαίνεται μάλιστα ότι τα δάνεια ενσωματώνονται στο σύστημα των διαλέκτων και δεν διακρίνονται από τις λέξεις ελληνικής προέλευσης.

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Γενικά, οι ομιλητές των ελληνικών διαλέκτων στη νότια Ιταλία είναι ιταλοί υπήκοοι, έχουν ιταλική εθνική συνείδηση και είναι χριστιανοί καθολικοί στο θρήσκευμα, άρα δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες. Είναι μάλλον φορείς μιας ιδιαίτερης παράδοσης και ταυτότητας που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους ιταλούς, χωρίς ωστόσο να έχουν αυτονομιστικές τάσεις (Προφίλη 1999α).

Η κοινωνιογλωσσική κατάσταση των κατωιταλικών διαλέκτων δεν είναι η ίδια ακριβώς στις δύο νησίδες. Τα καλαβρέζικα, πρώτα, φαίνεται ότι αποτελούν «τυπική περίπτωση σταδιακής εγκατάλειψης ενός γλωσσικού κώδικα» (Κατσογιάννου 1999α, 605). Η εδαφική και γλωσσική συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές αυτές οφείλεται σε γεωφυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες, κατολισθήσεις), αλλά κυρίως στις δύσκολες συνθήκες λόγω της απουσίας οικονομικής ανάπτυξης στα χωριά αυτά. Έτσι, πολλές οικογένειες μεταναστεύουν είτε προς τους παραθαλάσσιους δήμους ανάμεσα σε Bova Marina και Reggio Calabria είτε προς τη βόρεια Ιταλία, την Ελβετία, τον Καναδά και την Αυστραλία (Κατσογιάννου 1999α Campolo 2004).

Πάντως, ο αριθμός των ελληνόφωνων σήμερα είναι πολύ μικρός (περίπου 500 άτομα), αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Ακόμη και αυτοί οι ομιλητές χρησιμοποιούν την ελληνική διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα, ενώ ως πρώτη γλώσσα έχουν μια τοπική ρομανική διάλεκτο («calabrese» ή «dialetto», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι), η οποία χρησιμοποιείται για την καθημερινή επικοινωνία στην περιοχή. Η ελληνική διάλεκτος θεωρείται πλεονάζων ξενόγλωσσος μειονοτικός κώδικας, καθώς δεν υπάρχουν επικοινωνιακές περιστάσεις που να απαιτούν τη χρήση της. Δεν διαθέτει κύρος, ώστε να μπορεί να συμβάλει στην κοινωνική άνοδο των ομιλητών της, αντιθέτως οι ομιλητές της συχνά εμφανίζουν συμπεριφορές αυτο-υποτίμησης και αυτολογοκρισίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ελληνική διάλεκτος της Καλαβρίας χρησιμοποιείται για να μην γίνονται αντιληπτοί οι ομιλητές της από «ξένους» (κρυπτολαλική λειτουργία) ή/και σε ανεπίσημο οικογενειακό πλαίσιο ως παιχνίδι ή αστείο. Τέλος, διαθέτει συμβολική λειτουργία, αποτελεί δηλαδή σύμβολο ταυτότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των ομιλητών της (Κατσογιάννου 1999α Προφίλη 1999α).

Όσον αφορά τη δεύτερη γλωσσική νησίδα, η κατάσταση ενδεχομένως να δείχνει πιο «ανθεκτική» στον χρόνο και στις κοινωνικές και γεωγραφικές συνθήκες, χωρίς όμως να διαφαίνεται κάποια ουσιαστική διαφορά όσον αφορά το μέλλον της διαλέκτου. Η grico δέχεται ιδιαίτερα έντονες επιρροές από την τοπική σαλεντινική διάλεκτο, με αποτέλεσμα το γλωσσικό της σύστημα να είναι εξαιρετικά ασταθές και τελικά να τείνει να υποκατασταθεί από αυτό της σαλεντικής. Ενδεχομένως μάλιστα να μπορούμε να μιλάμε για κρεολοποίηση της grico. Ωστόσο, εκδηλώνεται ζωηρό ενδιαφέρον στην περιοχή (κυρίως από τους νέους) για τη διδασκαλία της ελληνικής διαλέκτου στο σχολείο, τη συλλογή γλωσσικού υλικού, την προβολή της μέσω του τουρισμού και γενικά την αναβίωση και τη διαφύλαξή της. Γίνονται δηλαδή προσπάθειες για την αύξηση του κοινωνικού γοήτρου της. Παρ' όλα αυτά, η έλλειψη τυποποίησης αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση της διάσωσης (Oztasciyan-Bernadini 1994 Προφίλη 1999α Προφίλη 1999β Filieri 2001).

Βίλλυ Τσάκωνα

Βιβλιογραφία

  1. BROWNING, R. 1991. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα. 2η έκδ. συμπληρωμένη με την προσθήκη δύο άρθρων του συγγραφέα. Μτφρ. Μ. Ν. Κονομή. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα.
  2. CAMPOLO, I. 2004. Ένα καινούριο ιστορικό λεξικό των νοτιοϊταλικών ελληνικών. Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 24ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (9-11 Μαΐου 2003), 153-162. Θεσσαλονίκη.
  3. FANCIULLO, F. 1985. Greek and Italian in Southern Italy. Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 6ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (22-24 Απριλίου 1985), 93-106. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  4. FANCIULLO, F. 2001. On the origins of Modern Greek in Southern Italy. Στο Proceedings of the First International Conference of Modern Greek Dialects and Linguistic Theory (Πάτρα, 12-14 Οκτωβρίου 2000), επιμ. A. Ralli, B.D. Joseph & M. Janse, 67-78. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.
  5. FILIERI, G. V. 2001. Ivò Milò to Griko. MetodoBase Di Greco-Salentino Comparato col Neogreco (Βασική μέθοδος των ελληνικών του Salento σε σύγκριση με τα νέα ελληνικά). Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Κέντρο Διδασκαλίας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού, INTERREG II, Ελλάδα - Ιταλία - METRO 5-4.
  6. ΚΑΤΣΟΓΙΑΝΝΟΥ, Μ. 1999α. Ελληνικά της Κάτω Ιταλίας: η κοινωνιογλωσσολογική άποψη. Στο Ελληνική Γλωσσολογία '97. Πρακτικά του Γ΄ Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τομέας Γλωσσολογίας, 25-27 Σεπτεμβρίου 1997), επιμ. Α. Μόζερ, 605-613. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  7. ―――. 1999β. Το ιδίωμα της Καλαβρίας. Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 39-45. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & ΚΕΓ.
  8. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. Γ. 2000. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 3η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  9. LAMBROPOULOU, S. 1997. Ancient Greek Survivals in the Dialects "Grico" and "Grecanico" of Southern Italy. Στο Greek Linguistics '95. Proceedings of the 2nd International Conference on Greek Linguistics (Salzburg, 22-24 Σεπτεμβρίου 1995), επιμ. G. Drachman, A. Malikouti-Drachman, J. Fykias & S. Klidi, τόμ. 1, 717-726. Graz: W. Neugebauer Verlag GmbH.
  10. ΜΕΡΓΙΑΝΟΥ, Α. 1994. Ελληνικές διάλεκτοι στην Κάτω Ιταλία. Στο Νεοελληνική Διαλεκτολογία. Πρακτικά Πρώτου Διαλεκτολογικού Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας (Ρόδος 26-30 Μαρτίου 1992), 237-246. Αθήνα.
  11. OZTASCIYAN-BERNADINI, I. 1994. Η ελληνική διάλεκτος της Κάτω Ιταλίας. Στο Νεοελληνική Διαλεκτολογία. Πρακτικά Πρώτου Διαλεκτολογικού Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογία. (Ρόδος 26-30 Μαρτίου 1992), 64-70. Αθήνα.
  12. ΠΡΟΦΙΛΗ, O. 1999α. Η ελληνική στη νότια Ιταλία. Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 31-37. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & ΚΕΓ.
  13. ―――. 1999β. Η αναζωογόνηση της Grico στην Grecía Salentina. Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 47-54. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & ΚΕΓ.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20