Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

Καππαδοκική και άλλες διάλεκτοι της Μικράς Ασίας

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι διάφορες εθνότητες (Ελλήνων ή άλλων) που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας άρχισαν σταδιακά να χάνουν τη γλώσσα τους, που παραχωρούσε βέβαια τη θέση της στην ισχυρή γλώσσα της επικράτειας, την τουρκική. Σε κάποια μέρη μόνο διατηρήθηκε η μητρική γλώσσα. Αυτό, ωστόσο, κράτησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή στα 1922, οπότε και πολλοί ξεριζωμένοι εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Τρεις υπήρξαν οι ελληνόφωνες αυτές γλωσσικές νησίδες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας: η ομάδα των ελληνόφωνων χωριών της Καππαδοκίας (ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται τα χωριά Ανακού, Αραβανί, Αξός, Αραβισός, Γούρδονος, Μιστί, Μαλακοπή, Ποτάμια κ.ά.), η ομάδα του χωριού Φάρασα και άλλων έξι χωριών της ίδιας κοιλάδας, και επίσης το χωριό Σίλλη της Λυκαονίας (ΒΔ από το Ικόνιο). Η γλώσσα που μιλιόταν σε όλες τις παραπάνω περιοχές, παρά τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα επιμέρους ιδιώματα -λιγότερες, πάντως, από τις ομοιότητές τους- αναφέρεται υπό τον γενικό όρο καππαδοκική διάλεκτος: και θεωρείται διάλεκτος (ή ομάδα/συστάδα διαλέκτων βλ. και Janse 2001, 80) -και όχι ιδίωμα- ακριβώς γιατί είναι σε μεγάλο βαθμό μη κατανοητή από μη ντόπιους ομιλητές (βλ. και Κοντοσόπουλος 1994, 1 και 7). Γιατί με την πάροδο των χρόνων είχε -για ευνόητους λόγους- επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από την τουρκική. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε ο Κοντοσόπουλος να αναφέρει ότι «όποιος ακούει -ή μάλλον διαβάζει- την καππαδοκική διάλεκτο, δεν ξέρει αν έχει να κάνει με τουρκικά σε ελληνικό στόμα ή με ελληνικά σε στόμα τούρκικο» (όπ.π., 7).

Από τις τρεις γλωσσικές νησίδες που αναφέρθηκαν, τη μικρότερη επίδραση από την τουρκική είχε δεχτεί το ιδίωμα των Φαράσων, ενώ το ιδίωμα των χωριών της καππαδοκικής κοιλάδας είχε υποστεί πολύ μικρή επίδραση από την κοινή νεοελληνική -και βέβαια τη μεγαλύτερη από την τουρκική-, ενώ μια ενδιάμεση θέση καταλαμβάνει το ιδίωμα της Σίλλης (Dawkins 1916, 204). Η επίδραση της τουρκικής είναι σχετικά εύκολο να ανιχνευτεί, γιατί η τουρκική ως σύστημα είναι ριζικά διαφορετική από την ελληνική (Dawkins όπ.π., 197).

Χάρτης α
Μικρά Ασία: οι ελληνόγλωσσοι θύλακες του Πόντου και της Καππαδοκίας

Χάρτης β
Καππαδοκία

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press

2. Γλωσσική περιγραφή της διαλέκτου

Είναι απαραίτητο κατά την περιγραφή των χαρακτηριστικών της διαλέκτου να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε φαινόμενα που παρατηρούνται και στις τρεις γλωσσικές νησίδες που αναφέρθηκαν, και σε φαινόμενα που συνιστούν ιδιαιτερότητες της καθεμιάς απ' αυτές. Κάτι τέτοιο συνιστά την ελάχιστα απαιτούμενη περιγραφή, καθώς μάλιστα διαφορές δεν εμφανίζονται μόνο από το ένα χωριό στο άλλο, αλλά κάποτε -σε σχέση με επιμέρους φαινόμενα- και από άτομο σε άτομο (βλ. Janse 2001, 85).

2.1. Χαρακτηριστικά κοινά στις τρεις γλωσσικές νησίδες

2.1.1. Φωνητική-φωνολογία

Α. Φωνήεντα

  • Παρουσία των τούρκικων φωνηέντων ı ö ü.
  • Στένωση των άτονων ε [e] και ο [o]. Το άτονο ε προφέρεται ως [i] και το άτονο ο ως [u]: π.χ. έρχουμι (έρχομαι) στη Σίλλη, άλουγου (άλογο) στη Μαλακοπή και στο Μιστί, ενώ στα Φάρασα είναι περιορισμένη η τροπή [o] > [u]. Το φαινόμενο δεν εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα και ομοιομορφία σε όλα τα χωριά της περιοχής.
  • Πτώση των άτονων ι και ου. Συχνά τα άτονα ι και ου δεν προφέρονται καθόλου σε τελική και σε ενδιάμεση θέση: π.χ. το σπίτ αλλά τό σπίτι μ στην Καππαδοκία, γένσε (γέννησε) αλλά υποτ. γενήση στα Φάρασα και αθρώπ (α(ν)θρώπου) στην Καππαδοκία).
  • Διατηρείται η αρχαϊκή προφορά του ω ως [o] (χωρίς μακρότητα), εκεί όπου η κοινή νεοελληνική το έτρεψε σε ου [u], κάτι που διατηρείται και στα βόρεια ιδιώματα (π.χ. κωδώνι, ζωμί (αντί κουδούνι, ζουμί). Η στένωση και η πτώση των άτονων φωνηέντων είναι βασικό χαρακτηριστικό και των βόρειων διαλέκτων (κώφωση), αλλά σύμφωνα με τον Dawkins (όπ.π., 193) το αντίστοιχο φαινόμενο στις διαλέκτους της μικρασιατικής ενδοχώρας είναι μεταγενέστερο και δεν συνδέεται με τη βόρεια κώφωση.
  • Φωνηεντική αρμονία [vowel harmony]. Ένα αξιοσημείωτο, φαινόμενο είναι αυτό της φωνηεντικής αρμονίας (δηλαδή της παρουσίας στο πλαίσιο της λέξης φωνηέντων με κατά το δυνατόν παρόμοια αρθρωτικά χαρακτηριστικά), από επίδραση της τουρκικής, το οποίο εμφανίζεται σε ποικίλες εκδοχές, ανάλογα με τα επιμέρους ιδιώματα, και κυρίως στα χωριά της καππαδοκικής κοιλάδας: εκεί, π.χ., το φωνήεν της κατάληξης εξαρτάται από το ριζικό φωνήεν της λέξης. Αυτό σημαίνει ότι. μια ρηματική κατάληξη μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τα φωνήεντα που εμφανίζονται στο θέμα του ρήματος: π.χ. -dίζω μετά από i ή e (καππ. ιστεντίζω '< τουρκ. istemek), -də́ζω, μετά από a ή ə (ανλαdə́ζω 'καταλαβαίνω' < τουρκ. anlamaq), -dούζω μετά από o ή u (οτουρdούζω 'κάθομαι'< τουρκ. oturmaq), -düζω μετά από ö ή ü (düσ̌ündǘζω 'σκέφτομαι' < τουρκ. düšünmek). Το φαινόμενο απαντά κατά κανόνα σε τουρκικά δάνεια. (βλ. Janse 2001 και Dawkins 1916, 67-68).

B. Σύμφωνα

  • Παρουσία τουρκικών συμφώνων b, d, g, š, ž, tš, dž.
  • Τροπή του συριστικού σ [s] και των προστριβόμενων τσ [ts] και τζ [dz] σε παχύ συριστικό [ʃ] και παχιά προστριβόμενα [tʃ] και [ʤ]αντίστοιχα, από επίδραση τουρκική.
  • Τσιτακισμός: Κατά νεωτερισμό παρατηρείται το φαινόμενο του τσιτακισμού -γνωστό και από άλλα ιδιώματα-, κατά το οποίο το κ [k] τρέπεται σε τσ [tʃ] μπροστά από ε και ι: π.χ. τσ̌ερί (κερί), τσ̌ουφάλι (κεφάλι).

2.1.2 Μορφολογία

Έντονες είναι οι επιδράσεις της τουρκικής σε επίπεδο μορφολογίας. Μεταξύ των κυριότερων χαρακτηριστικών αναφέρουμε τα εξής:

  • Η κλίση ενός ουσιαστικού εξαρτάται από το αν αυτό αναφέρεται σε έμψυχο ον ή σε άψυχο (τουρκισμός): π.χ. ονομ. λύκος, αιτ. λύκο/λύκος, γεν. λυκι̯ού, πληθ. ονομ. λυκ, αιτ. λυκι̯ούς ή λυκ, αλλά ονομ. φόβος, αιτ. φόβο, πληθ. ονομ., αιτ. φόβοζι̯α.
  • Σε γενικές γραμμές η μορφολογία του ονόματος χαρακτηρίζεται από γενικευμένη συγκολλητική κλίση, η οποία επεκτείνεται από τα άψυχα στα έμψυχα, π.χ. ναίκα, γεν. ναίκα-ι̯ού, πληθ. ναίκεσ-ι̯ου.
  • Υπάρχει απώλεια του γραμματικού γένους (σχεδόν απόλυτα στην Καππαδοκία, στοιχειωδώς στη Σίλλη), π.χ. το ναίκα (η γυναίκα).
  • Ο σχηματισμός των παραθετικών των επιθέτων επίσης δέχεται τουρκικές επιρροές. Έτσι δεν απαντούν οι καταλήξεις -τερος, -τατος, αλλά έχουμε περιφραστικό σχηματισμό με βάση το τουρκικό πρότυπο: ετά απ' (άσον) ετό μέγα νε 'εκείνο ήταν μεγαλύτερο από αυτό', εν (τουρκ.)/αν do μέγα 'το μεγαλύτερο'.
  • Γίνεται πολύ περιορισμένη χρήση του οριστικού άρθρου (περισσότερο συμβαίνει αυτό στη Σίλλη και στην κοιλάδα της Καππαδοκίας -στην τελευταία περίπτωση δεν χρησιμοποιείται καθόλου στη γενική).

2.1.3. Σύνταξη

Σ' αυτό το επίπεδο, όπου, βέβαια, δεν διαφέρουν πολύ, όσο σε άλλα γλωσσικά επίπεδα, οι τοπικές παραλλαγές της γλώσσας μας από την κοινή νεοελληνική- αποκαλύπτεται η διείσδυση του τουρκικού πολιτιστικού στοιχείου στο ελληνικό μέσω:

  • α. ιδιωτισμών: Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη μετάφραση στα ελληνικά τουρκικών ιδιωτισμών (π.χ. για τη φράση 'το έκανε ο ίδιος' χρησιμοποιούνταν το τουρκικό σχήμα 'το έκανε με το χέρι του': οπ σ̌έριν dου τα ποίκι, βλ. και Dawkins, 1916: 198-199).
  • β. της διάταξης των όρων: Γενικά ακολουθείται το πρότυπο της τουρκικής όπου ο προσδιορισμός προηγείται του προσδιοριζόμενου όρου. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις περιπτώσεις της γενικής ως ετερόπτωτου προσδιορισμού, όπου το όνομα ακολουθεί τη γενική (π.χ. κουγιουμτζή εναίκας οντά 'το δωμάτιο της γυναίκας του χρυσοχόου') και των αναφορικών προσδιοριστικών προτάσεων (π.χ. bήγεν να κόψ̌η εκείνα τα ξέβαλαν τα κέρατα 'πήγε να κόψη εκείνα τα κέρατα που έβγαλαν (στο κεφάλι τους)'. Έχουμε επίσης τοποθέτηση του συνδετικού κι (και) μετά το όνομα, π.χ. Μαρία κι ειπι (και η Μαρία είπε).

Να αναφερθεί ακόμη (όχι όμως από επίδραση της τουρκικής) η ιδιοτυπία της τοποθέτησης της άτονης αντωνυμίας-αντικειμένου (κλιτικά) μετά το ρήμα στο οποίο αναφέρεται (π.χ. παίρνω σας αντί σας παίρνω).

2.2 Ειδικότερα χαρακτηριστικά ανάλογα με το ιδίωμα

2.2.1 Φωνητική-φωνολογία

Α. Φωνήεντα

  • Το αρχαίο άτονο η [ε:] διατήρησε την αρχαία προφορά του ως [e], στην Καππαδοκία και στα Φάρασα (φαινόμενο που παρατηρείται και στην ποντιακή), π.χ. ψελό (ψηλός), χελικό (θηλυκός).
  • Το τονισμένο ι στα Φάρασα κατά νεωτερισμό τρέπεται συχνά σε [ie] πριν από γ και χ, π.χ. λιέγο (λίγο), διέχνω (δείχνω), ενώ κατ' αρχαϊσμό διατηρούνται οι ασυνίζητοι τύποι, π.χ. μαλ-ία (μαλλ-ιά), χωρ-ίο (χωρ-ιό).
  • Νεωτερισμό συνιστά η προληπτική αφομοίωση των φωνηέντων γειτονικών συλλαβών, που παρατηρείται στα χωριά της Καππαδοκίας, π.χ. άνομος (άνεμος), βορκόκ (βερύκοκκο(ν)), μαναστήρ (μοναστήρι).

Β. Σύμφωνα -Συμφωνικά συμπλέγματα

  • Προφορά του χ: Tο χ -κατά νεωτερισμό- προφέρεται ως παχύ σ [ʃ]στη Σίλλη και στην Καππαδοκία πριν από τα ι και ε, π.χ. ασ̌υρο (άχυρο), ψ̌υσ̌ές (ψυχές), ενώ στα Φάρασα εμφανίζει την ίδια προφορά μόνο μπροστά από το ι.
  • Προφορά των σ, θ, δ: Στη Σίλλη το σ προφέρεται μόνο ως παχύ [ʃ], το θ ως σ, π.χ. σύρα (θύρα), το δ ως ρ, π.χ. ρώρεκα (δώδεκα).
  • Ουράνωση των λ, ν ([l], [n] > [ʎ ], [ɲ]) πριν από [i] στη Σίλλη, π.χ. σέλιει (θέλει).
  • Τροπές του λ: Το λ μπροστά από α, ο, ου γίνεται άλλες φορές ου [w] και άλλοτε β ή γ, ή -συχνά και κατά νεωτερισμό- χάνεται (σε διάφορες θέσεις, π.χ. αγός (λαγός), κά (καλά), κωστή (κλωστή).
  • Αποβολή του τελικού πριν από μ στα Φάρασα, π.χ. ο dada μου αλλά ο dadas (ο πατέρας μου/ο πατέρας).
  • τ, ντ: Στη Σίλλη το τ προφέρεται ως παχύ άηχο προστριβόμενο [tʃ], π.χ. ότσ̌ι (ότι)και το ντ ως παχύ ηχηρό προστριβόμενο ντζ [nʤ] μπροστά -πάλι- από ι, π.χ., ρόντζ̌̌ι (οδόντιον)
  • σφ: Στα χωριά της Καππαδοκίας το σύμπλεγμα σφ με μετάθεση τρέπεται σε φσ, και έπειτα και τα δύο τρέπονται σε φ και σ αντίστοιχα (π.χ. στα Ποτάμια εφσαξα < εσφαξα-φάγνω 'σφάζω' και σφαλώ αόρ. σάλσα).

2.2.2. Μορφολογία

Α. Ρηματική κλίση: Και στις τρεις γλωσσικές νησίδες -αλλά διαφορετικά στην καθεμιά- παρατηρούνται ιδιότυποι σχηματισμοί στις καταλήξεις των ρημάτων:

  • Στην ενεργητική φωνή οι ιδιοτυπίες εμφανίζονται ιδίως στον παρατατικό, π.χ. -ίνοσκα/-ινόντζισκα στη Σίλλη, -ισκα για τα βαρύτονα, -ινα και -ανα για τα περισπώμενα στα χωριά της Καππαδοκίας, -νκα και -κα παροξύτονα στο φαρασιώτικο ιδίωμα, π.χ. σελίνοσκα (ήθελα), πεγαινινότζισκα (πήγαινα), τρώισκα (έτρωγα), αφήνισκα (άφηνα), πορπάτινα (περπατούσα), μπόρινκα / μπόρκα (μπορούσα).
  • Στην παθητική φωνή, τόσο στα καππαδοκικά χωριά όσο και στα Φάρασα, παρατηρούνται καταλήξεις σε -ούμαι, αντί του -ώνουμαι (σκουμαι-σηκώνουμαι), κάτι που θυμίζει τα ποντιακά. Στα καππαδοκικά χωριά, τέλος, η επιρροή της τουρκικής φτάνει σε σημείο, ώστε ρηματικές καταλήξεις από την τουρκική να προστίθενται στις ελληνικές, π.χ. ερχουμεστινιζ (ερχόμαστε).

Β. Ονοματική κλίση: Ένα ακόμη μορφολογικό φαινόμενο που αξίζει να αναφερθεί είναι περιπτώσεις όπου χρησιμοποιούνται καταλήξεις δευτερόκλιτων σε πρωτόκλιτα ουσιαστικά, στα χωριά της καππαδοκικής κοιλάδας και στα Φάρασα, π.χ.οι δεσπότ-οι (δεσπότ-αι), οι κλέφτ-οι (κλέφτ-αι).

2.3 Λεξιλόγιο

α. Επιδράσεις από την τουρκική

Εύλογη είναι η πολύ μεγάλη επίδραση της τουρκικής στο λεξιλόγιο της καππαδοκικής (κυρίως στην περιοχή της Καππαδοκίας), με διαφορές, βέβαια, ανάλογα με το ιδίωμα: π.χ. καιμάκια στο χωριό Ανακού, σουτσούκια 'λουκάνικα' / παστρουμάδια 'παστουρμάδες' στο χωριό Ανακού, κεπέκι 'πίτουρο' / ιλάτζι 'φάρμακο' / χιζύρης 'άγιος' στη Σίλλη. Επίδραση, βέβαια, που είναι σαφώς μεγαλύτερη από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο. Το φαινόμενο αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ο σημαντικός αριθμός ρημάτων που δέχτηκε η διάλεκτος από την τουρκική (λιγότερο στα Φάρασα): κι αυτό, γιατί γενικά τα ρήματα εισδύουν από μια γλώσσα σε μια άλλη λιγότερο εύκολα από άλλες κατηγορίες/ μέρη του λόγου (βλ. Dawkins1916, 197-198).

β. Επιρροές από άλλες γλώσσες

Όσο αφορά, τώρα, επιρροές από άλλες γλώσσες, που περιορίζονται μόνο σε λεξιλογικό επίπεδο, στο ιδίωμα των Φαράσων έχουν περάσει αρκετές αρμένικες λέξεις (και λιγότερες στα χωριά της καππαδοκικής κοιλάδας). Ακόμη, στα καππαδοκικά εμφανίζονται ελάχιστες λέξεις από τα ιταλικά (άρχισαν να χάνονται από τότε που έφτασαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη Μικρά Ασία), όπως λίρα, βέργα, σκρόφα, μασκαράς και πολύ λίγες από τα σλαβικά. Να σημειωθεί, τέλος, η ύπαρξη κάποιων λέξεων από τη λατινική (ενδεικτικά, βίλγα 'βίγλα', κάμbους 'κάμπος' στη Σίλλη, κάλαντα, κάστρο στην Καππαδοκία, βροσόλι 'βραχιόλι', σκαλί, σογλί 'σουβλί' στα Φάρασα και σπίτι, κούπα, στράτα και στα τρία ιδιώματα.

γ. Επιρροές από την αρχαία ελληνική

Όπως αναφέρθηκε, η καππαδοκική διατήρησε στα επίπεδα της φωνολογίας και της μορφολογίας κάποια αρχαϊκά χαρακτηριστικά. Και στην περιοχή του λεξιλογίου, επίσης, παρατηρείται κάτι παρόμοιο: καταρχήν στη Σίλλη -και στα χωριά της καπαδοκικής κοιλάδας-, παρέμειναν κάποιες λέξεις από την αρχαία λυκαονική και την καππαδοκική γλώσσα (βλ. γενικά Dawkins 1916, 192-204). Γενικά πάντως, στην καππαδοκική διάλεκτο εμφανίζεται πλήθος λέξεων που είτε ταυτίζονται ως προς τη μορφή με αρχαίες ελληνικές είτε τις προσεγγίζουν με προσαρμογή βέβαια στις ιδιαιτερότητες (φωνολογικές ή μορφολογικές) της διαλέκτου (ενδεικτικά, κατά τη μορφή μοχλίον, ιμάτι (ιμάτιον), φτάλμι (οφθάλμιον)), αλλά και πλήθος λέξεων που ενέχουν τη σημασία που είχαν και στην αρχαία ελληνική οι ίδιες ή οι αντίστοιχες λέξεις της α.ε. τις οποίες προσεγγίζουν μορφολογικά, π.χ. λιπαρός (< λιπαρός 'παχύς')- χουωρός (< χλωρός 'κίτρινος'), κάνει (ικανει 'αρκεί'), σπουδάζω (με την αρχαία σημασία 'βιάζομαι΄) και ακόμη αντωνυμίες και επιρρήματα (π.χ. τις, ό,τις, άνου (άνω), ώδε κλπ.) (βλ. επίσης Ανδριώτης 1995,105).

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Συνάγεται εύλογα από όσα αναφέρθηκαν στο πρώτο τμήμα του παρόντος κειμένου το συμπέρασμα ότι η καππαδοκική διάλεκτος δεν μιλιέται πλέον και ότι έχει σχεδόν απόλυτα εξαφανιστεί, αφού οι τελευταίοι ομιλητές της, πρόσφυγες που ήρθαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή στα μέρη της ελληνικής επικράτειας που αναφέραμε μεταφέροντας σ' αυτά τη διάλεκτο, δεν ζουν πλέον. Η καππαδοκική παραμένει πλέον μόνο ως κειμήλιο από γραπτά κείμενα (καταγραφές προφορικού υλικού που έγιναν κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα). Ωστόσο, είναι ανοιχτή πάντοτε προς όλο και πιο εμβριθή ανάλυση, τόσο διαχρονικά (ως προς την εξέλιξή της μέσα στον χρόνο) όσο και συγχρονικά (μελέτη της διαλέκτου ή χαρακτηριστικών της από συγκεκριμένα γλωσσικά επίπεδα -φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη κλπ.- σε οποιαδήποτε χρονική (στατική) στιγμή: σε μελέτες όπου θα επιδιώκεται η ενημέρωση του υλικού που έχει συλλεγεί από κάποιους -και το οποίο εμφανίζει, αναμενόμενα λόγω της παλαιότητάς του, ελλείψεις- με σύγχρονα δεδομένα (βλ. Κοντοσόπουλος 1994, 31). Σημαντική πάντοτε είναι η συνδρομή σωμάτων κειμένων (παραμύθια, διηγήσεις, ιστορίες κ.ά.) από την εν λόγω διάλεκτο και τις υποδιαιρέσεις της (για μια πληθώρα κειμένων βλ. και Dawkins 1916). Και βέβαια η καππαδοκική θα παρουσιάζει πάντοτε εξαιρετικό ενδιαφέρον, και για τον πρόσθετο λόγο ότι με βάση πολιτικά, ιστορικά, κοινωνι(ολογι)κά και πολιτιστικά κριτήρια θεωρείται μία από τις τέσσερις κατεξοχήν διαλέκτους της νέας ελληνικής, αν και αποκλίνει κατά εντυπωσιακό τρόπο απ' αυτήν (γι' αυτό και είναι δύσκολο, με βάση από την άλλη αυστηρά γλωσσολογικά κριτήρια, να ταξινομηθεί είτε ως ελληνική είτε ως τουρκική διάλεκτος, Janse 2001, 80-81).

Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί μια πολύ πρόσφατη «ανακάλυψη» των M. Janse και Δ. Παπαζαχαρίου, οι οποίοι εντόπισαν Καππαδόκες στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι μιλούν ακόμη τη διάλεκτο. Ανάμεσά τους υπάρχουν μεσήλικες τρίτης γενιάς που έχουν πολύ θετική στάση απέναντι στη γλώσσας τους, σε σχέση με τους γονείς και τους παππούδες τους που απέφευγαν να τη μιλούν. Ήδη βρίσκεται σε στάδιο προετοιμασίας σχετική έρευνα με στόχο μεταξύ άλλων τη σύνταξη νέας γραμματικής, λεξικού και σώματος διαλεκτικών κειμένων.

Νάσος Κατσώχης

Βιβλιογραφία

  1. ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, Ν. 1995. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (τέσσερις μελέτες). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  2. DAWKINS, R.M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press.
  3. Εγκυκλοπαίδεια Larousse.Τόμος Ελλάς, Λήμμα «Η ελληνική γλώσσα».
  4. JANSE, M. 2001. Cappadocian variables. Στο Proceedings of the First International Conference of Modern Greek Dialects and Linguistic Theory (Πάτρα, 12-14 Οκτωβρίου 2000), επιμ. A. Ralli, B. D. Joseph & M. Janse, 80-88. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.
  5. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 2η έκδ. Αθήνα.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20