
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑψαύχην"
- ὑψ-αύχην, -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά τον αυχένα ψηλά, αγέρωχος, περήφανος, ἵππος, σε Πλάτ.· μεταφ., μεγαλοπρεπής, αρχοντικός, επιβλητικός, πανύψηλος, απέραντος, σε Ευρ.