Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [1 - 20]
-
Τ, τ, ταῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο ένατο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό τʹ = 300, αλλά ͵τ = 300.000. I. Το τ είναι άφωνο ψιλό οδοντικό σύμφωνο, μαζί με το μέσο δ και το δασύ θ. II. Μεταβολές του τ· 1. Αιολ. και Δωρ., τ αντί σ, όπως τύ (Λατ. tu, thou) αντί σύ· τοί τε τῦκον φατί αντί σοί σε σῦκον φησί. 2. στους νεώτερους Αττ., όπως στη Δωρ. και Βοιωτ., ττ αντί σσ, κυρίως στα ρήματα πράττω αντί πράσσω κ.λπ. 3. στην Ιων., το ψιλό τ αντί δασέος θ, όπως αὖτις αντί αὖθις· ομοίως, το ψιλό τ δεν αλλάζει πριν από δασύ φωνήεν, όπως κατεῖλον, κατ' ἡσυχίην. 4. οι Ποιητές χάριν μέτρου παρεμβάλλουν ενίοτε το τ μετά το π στην αρχή κάποιων λέξεων, π.χ. πτόλις, πτόλεμος.
-
τ', έκθλιψη αντί τε· 1. = και. 2. το μόριο τοι δεν τίθεται με απόστροφο πριν τα ἄν και ἄρα, τ' ἄν, τ' ἄρα, μέντ' ἄν, αλλά ενώνεται μαζί τους με κράση, τἄν, τἆρα, μεντἄν. 3. ομοίως, τα Αττ. άρθρα τό, τά δεν παθαίνουν ποτέ έκθλιψη, αλλά κράση, όπως τἀγαθόν, τἀγαθά.
-
τά, ουδ. πληθ. του ὁ, ὅ, και ὅς.
-
τάβλα ή τάβλη, ἡ, = Λατ. tabula, επιφάνεια για το ρίξιμο των κύβων, το σημερινό τάβλι, σε Ανθ.
-
ταβλιόπη, ἡ, κωμική λέξη, σχημ. κατά το Καλλιόπη, παιχνίδι με ζάρια, σε Ανθ.
-
τἀγαθά, κράση αντί τὰ ἀγαθά· τἀγαθόν αντί τὸ ἀγαθόν.
-
τἀγαμέμνονος, κράση αντί τοῦ Ἀγαμέμνονος.
-
τᾱγεία, ἡ, το αξίωμα ή υπούργημα του ταγοῦ, σε Ξεν.
-
τᾰγείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του τάσσω.
-
τᾱγεύω, μέλ. ταγεύσω (ταγός), I. είμαι άρχοντας των Θεσσαλών, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ενωμένος κάτω από έναν ταγόν, στον ίδ. II. Μέσ., παραγέλλω στους στρατιώτες να παραταχθούν, σε Αισχύλ.
-
τᾱγέω, είμαι άρχοντας, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος ταγέω, σε Αισχύλ.
-
τᾱγή, Δωρ. ταγά, ἡ (ταγός), διάταξη, διαταγή· περιληπτικά, ξύμφρων ταγά, η ομόφωνη γνώμη των αρχηγών, σε Αισχύλ.
-
τάγηνον[ᾰ], τό, τηγάνι, σε Αριστοφ., Λουκ.· συνηθέστερα στον τύπο τήγᾰνον.
-
τάγης[ᾱ], -ου, ὁ = ταγός, σε Ξεν.
-
τάγμα, -ατος, τό (τάσσω), I. αυτό που έχει διαταχθεί ή κανονιστεί, ιδίως, I. διαταγή, ἐκ δυοῖν τάγμασιν, από συνδυασμό δύο πολιτικών διατάξεων, σε Αριστ. II. σώμα στρατιωτικό, σύνταγμα ή ταξιαρχία, σε Ξεν. κ.λπ.· το Ρωμ. manipulus, σε Πολύβ.
-
τᾱγός, ὁ (τάσσω), I. αυτός που διατάσσει, κυβερνήτης, αρχηγός, σε Αισχύλ., Ευρ. II. ιδίως, επώνυμο του άρχοντα των Θεσσαλών, σε Ξεν.
-
τᾰγ-οῦχος, ὁ (ἔχω), αυτός που κυβερνά, που άρχει, αρχηγός, σε Αισχύλ.
-
τἀγχέλεια, κράση αντί τὰ ἐγχέλεια.
-
τἀδελφοῦ, κράση αντί τὸ ή τὰ ἀδελφοῦ.
-
τἀδῐκεῖν, κράση αντί τὰ ἀδικεῖν· — τἄδικον αντί τὸ ἄδικον.