Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ω"

Βρέθηκαν 254 λήμματα [1 - 20]
Ω, ω, ὦμέγα, το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμός, ωʹ = 800, αλλά ͵ω = 800.000. Το όνομα ὦ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, είναι νεότερο και διακρίνει το γράμμα αυτό από το ὂ μικρόν, δηλαδή το μικρό ή βραχύ ο· αλλά ο τύπος Ω δεν χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα μέχρι τον καιρό του άρχοντα Ευκλείδη (403 π.Χ.)· βλ. Ε, Η.
Μεταβολές του ω, ιδίως στις διαλέκτους: 1. Ιων., μερικές φορές αντί α, όπως, ὤνθρωπος, ὤριστος, αντί ἄνθρωπος, ἄριστος, 2. Ιων., επίσης αντί αυ, όπως, θῶμα, τρῶμα αντί θαῦμα, τραῦμα· η μεταβολή αυτή είναι επίσης και Δωρ., ὦλαξαντί αὖλαξ, 3. Αιολ. και Δωρ., ω αντί ου, όπως ὠρανός, Μῶσα, κῶρος, λιπῶσα αντί οὐρανός, Μοῦσα, κοῦρος, λιποῦσα· επομένως, οι καταλήξεις ου και ους στη γεν. ενικ. και αιτ. πληθ. μεταβάλλονται σε ωκαι ως, 4. Δωρ., το ω γίνεται , όπως, πρῶτος, πρώτιστος, θεωρὸς γίνονται πρᾶτος, πράτιστος, θεᾱρός· οπότε η κατάληξη της γεν. πληθ. των πρωτοκλίτων -ῶν γίνεται -ᾶν, 5. Αιολ., μερικές φορές το ω γίνεται υ, όπως χελύνη αντί χελώνη.
και , 1. επιφών. που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη, αλλά επίσης χαρά και πόνο, όπως το δικό μας Ω! Ωχ!· με ονομ., ὢ τάλας ἐγώ, σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., ὢ χρυσῶ, σε Θεόκρ. 2. με κλητ. είναι απλή προσφώνηση, π.χ. ως επίκληση θεών, ὦ θεοί, ὦ Ζεῦ κ.λπ.· με προστ., ὦ χαῖρε, σε Αισχύλ. Στην πρώτη περίπτωση συνήθως γράφεται , στη δεύτερη ὦ.
, Δωρ. αντί οὗ, γεν. του ὅς, Λατ. quI.
Ὠᾰρίων, Ὠᾰριώνειος, Δωρ. αντί Ὠρίων, Ὠριώνειος.
ὦας, τό, Δωρ. αντί οὖας, οὖς, το αυτί.
ὠβά, , στη Λακωνία, διαίρεση των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ.
ὠβάζω, μέλ. —ξω, διαιρώ τους ανθρώπους σε ὠβάς, σε Πλούτ.
ὠγᾰθέ, κράση αντί ὦ ἀγαθέ.
ὡγινόμοι, κράση αντί οἱ αἰγινόμοι, σε Ανθ.
ὠγμός, (ὤζω), η κραυγή «ωχ!», σε Αισχύλ.
Ὠγῠγία, , μυθικό νησί στη Μεσόγειο, κατοικία της Καλυψούς, σε Ομήρ. Οδ.
Ὠγύγιος[ῠ], , -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Ώγυγο, βασιλιά της Αττικής κατά τους μυθικούς χρόνους· από όπου γενικά, πανάρχαιος, παμπάλαιος, σε Ησίοδ., Πίνδ.· τὰς ὠγυγίας Θήβας, τὰς ὠγυγίας Ἀθήνας, σε Αισχύλ.
ᾦδας, Δωρ. γεν. του ᾠδή.
ὧδε, Αττ. ὡδί, δεικτικό επίρρ. του ὅδε· I. 1. λέγεται για τρόπο, κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, τοιουτοτρόπως, και (πιο εμφατικά και με ερωτηματική σημασία) τόσο πολύ, τόσο υπερβολικά, σε Όμηρ. κ.λπ.· το ὧδε συνάπτεται με το ὡς, τόσο... όσο..., στον Όμηρ.· ακολουθ. επίσης από αναφορ., τίς ὧδε τλησικάρδιος, ὅτῳ...; σε Αισχύλ.· ὧδέ πως, με κάποιον τρόπο, έτσι, σε Ξεν. κ.λπ. 2. λέγεται για καταστάσεις, πρόμολ' ὧδε, έλα εδώ όπως είσαι, αμέσως, σε Όμηρ. 3. επίσης χρησιμοποιείται για να προαγγείλει κάτι που έπεται, τοιουτοτρόπως, όπως ακολουθεί, στον ίδ.· ὧδ' ἠμείψατο, σε Σοφ. 4. με γεν., ὧδε γένους, τέτοιου γένους, σε Ευρ. II. λέγεται για δήλωση του τόπου, επιτόπου, εδώ, σε Σοφ., Θεόκρ.
ᾨδεῖον, τό, το Ωδείο, δημόσιο κτίριο που κτίστηκε στα χρόνια του Περικλή, και προοριζόταν για μουσικές παραστάσεις και για τη διεξαγωγή δικαστικών αγώνων, σε Αριστοφ., Πλούτ.
ᾤδεον, παρατ. του οἰδέω.
ὠδή, , συνηρ. από το ἀοιδή (όπως το ᾄδω από το ἀείδω), I. τραγούδι, άσμα, ωδή, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ., Ευρ.· πληθ., λυρική ποίηση, σε Πλάτ.· II. τραγούδι, τραγούδισμα, σε Πλούτ.
ὡδί[ῑ], Αττ., επιτετ. τύπος του ὧδε, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ᾠδικός, , -όν, αυτός που υπεραγαπά το τραγούδι, φωνητικός, μουσικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
ὠδίν, , μεταγεν. τύπος του ὠδίς, σε Κ.Δ.