Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ξ"

Βρέθηκαν 138 λήμματα [1 - 20]
Ξ, ξ, ξεῖ, τό, άκλιτο, το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ξʹ = 60, ͵ξ = 60.000· εισήχθη στο ελλ. αλφάβ. επί άρχοντος Ευκλείδη κατά το 403 π.Χ. Διπλό σύμφωνο, συντεθειμένο από τα γσ, κσ ή χσ. Μεταβολές: 1. Το ξ στην Αιολ. εμφανίζεται ως δασυμένη μορφή του κ, πρβλ. ξυνός με κοινός, ξύν με cum, ή ως δασυμένη μορφή του σ, πρβλ. ξύν με σύν, ξέστης με Λατ. sextarius· ομοίως στον Δωρ. μέλ. των ρημάτων σε -ζω, κομίξω, κλᾳξῶ, παιξῶ αντί κομίσω, κλῄσω, παίσω. 2. Εναλλάσσεται με σσ σε ορισμένα ονόματα, π.χ. Ιων. διξός, τριξός αντί δισσός, τρισσός.
ξαίνω, μέλ. ξᾰνῶ, αόρ. αʹ ἔξηνα· Παθ., αόρ. αʹ ἐξάνθην· I. 1. χτενίζω ή λαναρίζω το μαλλί που προκύπτει από το κούρεμα των ζώων, ώστε να το κάνω κατάλληλο για γνέσιμο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. λέγεται για ύφασμα, καθαρίζω ή κατεργάζομαι, ξαίνω τὸν πέπλον, σε Αριστοφ. II. μεταφ., κατεργάζομαι, αλωνίζω, χτυπώ, δέρνω, ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα, σε Πλούτ.Παθ., ξανθέν, θρυμματισμένο, σε Ανθ.· με σύστ. αντ., ξαίνειν κατὰτοῦ νώτου πολλάς (ενν. πληγάς), σε Δημ.
Ξανθίας, -ου, , Ξανθίας, όνομα δούλου σε κωμωδία, σε Αριστοφ.· χωρίς αμφιβολία είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. πυρρίας.
ξανθίζω (ξανθός), Αττ. μέλ. -ιῶ, κάνω κάτι ξανθό ή κοκκινωπό με ψήσιμο ή τηγάνισμα, σε Αριστοφ.
ξανθό-θριξ, , , αυτός, αυτή που έχει ξανθές τρίχες, ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
ξανθο-κάρηνος[ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει ξανθό κεφάλι, ξανθομάλλης, σε Ανθ.
ξανθο-κόμης, -ου, (κόμη), = ξανθόθριξ, σε Πίνδ., Θεόκρ.
ξανθός, , -όν, I. κιτρινωπός, λέγεται για διάφορες αποχρώσεις· λέγεται για χρυσαφένια μαλλιά, σε Όμηρ.· ομοίως, ξανθαὶ ἵπποι, κοκκινότριχα ή καστανόχρωμα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. II. Ξάνθος, παροξ., ως κύριο όνομα· 1. ποταμός της Τρωάδας που ονομαζόταν έτσι από τους θεούς, ενώ οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν Σκάμανδρο, στο ίδ. 2. ένα από τα δύο άλογα του Αχιλλέα, ο Κοκκινοτρίχης· το άλλο ήταν ο Βαλίος, ο Παρδαλός, στο ίδ.
ξανθότης, -ητος, , κιτρινωπό, ξανθό χρώμα, ιδίως των μαλλιών, σε Στράβ.
ξανθοτρῐχέω (ξανθόθριξ), έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, σε Στράβ.
ξανθο-φυής, -ές (φυή), αυτός που από τη φύση του είναι ξανθός· ξανθοφυεῖς ἕλικες, σε Ανθ.
ξανθο-χίτων[ῐ], -ωνος, , , αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.
ξανθό-χροος, -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.
ξειν-ᾰπάτης, ξείνη, Ιων. αντί ξεν-.
ξεινήϊον, τό (ξεῖνος), Ιων. αντί ξενεῖον το οποίο απαντά· δώρο που προσφερόταν από τον οικοδεσπότη προς τον φιλοξενούμενο κατά την αναχώρηση του δεύτερου από το σπίτι, σε Όμηρ.· δῶρα ξεινήια, σε Ομήρ. Οδ.
ξεινίζω, ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.
ξεινοδοκέω, ξεινοδόκος, ξεινοκτονέω, Ιων. αντί ξεν-.
ξεῖνος, ξεινοσύνη, ξεινόω, Ιων. αντί ξεν-.
ξεν-ᾱγέτης, -ου, , αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα των καλεσμένων, σε Πίνδ.
ξενᾱγέω, μέλ. -ήσω, I. είμαι ξεναγός, δηλ. αρχηγός των μισθοφόρων, σε Ξεν., Δημ. II. οδηγώ τους ξένους και τους δείχνω τα αξιοθέατα, σε Λουκ.Παθ., απρόσ., ἄριστά σοι ἐξενάγηται, το αποτέλεσμα της δουλειάς σου ως ξεναγού υπήρξε τέλειο, σε Πλάτ.