Αποτελέσματα για: "Ο"
Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1 - 20]
-
Ο, ο, ὂμικρόν, μικρό ή βραχύ ο, αντίθ. προς το ὂ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, δηλ. διπλό ο (καθώς το ω γραφόταν αρχικά ∞, δηλ. οο)· δέκατο πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, οʹ = 70, αλλά ͵ο = 70.000.
Στους αρχ. χρόνους το ο αναπαριστά αμφότερα τα ο και ω· σε πολλές λέξεις θα πρέπει να προφερόταν όπως το ου, όπως βόλομαι αντί βούλομαι· αντιστρόφως στην Ιων., μοῦνος, νοῦσος, κοῦρος, οὔνομα αντί μόνος, νόσος, κόρος, ὄνομα.
Διαλεκτικές μεταβολές: 1. στην Αιολ. αντί α, όπως στροτός αντί στρατός· αντί ε, Ἐρχόμενος αντί Ὀρχόμενος (Βοιωτ.)· αντί ῠ, όπως ὔνυμα, στύμα αντί ὄνομα, στόμα· 2. στην Δωρ. συχνά τρέπεται σε οι, ἀγνοιέω, πτοιέω, πνοιά αντί ἀγνοέω, πτοέω, πνοά· 3. όπως το α, το ο συχνά αποβάλλεται ή τίθεται ως πρόθημα για λόγους ευφωνίας, όπως κέλλω - ὀκέλλω, δύρομαι - ὀδύρομαι. 4. στα σύνθ. επίθετα, το ο χάριν μέτρου σε η, θεογενής, ξιφοφόρος αντί θεηγενής, ξιφηφόρος.
-
ὁ, ἡ, τό,
Α. δεικτική αντωνυμία, Β. οριστικό άρθρο, Γ. στους Επικ., αναφορική αντωνυμία, όταν γράφεται με τόνο: ὅ, ἡ, τό = ὅς, ἥ, ὅ. Πέραν των κοινών τύπων, ας σημειώσουμε Επικ. γεν. ενικού τοῖο αντί τοῦ· ονομ. πληθ. τοί, ταί· γεν. θηλ. τάων [ᾰ], δοτ. τοῖσι, τῇς και τῇσι· γεν. και δοτ. δυϊκού τοῖιν· στους Τραγ., τοὶ μέν..., τοὶ δέ... αντί οἱ μέν..., οἱ δέ...· επίσης, δοτ. πληθ. τοῖσι, ταῖσι· δυϊκ. διαθέτει συνήθως ένα μόνο γένος, τώαντί τά, τοῖν αντί ταῖν.
Α. ὁ, ἡ, τό, ΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ: I. με ουσ., δεν έχει σημασία άρθρου, αλλά αυτή του Λατ. ille, ὁ Τυδείδης, εκείνος, ο ξακουστός γιος του Τυδέα, σε Ομήρ. Ιλ.· Νέστωρ ὁ γέρων, εκείνος ο ηλικιωμένος άντρας, στο ίδ.· τιμῆς τῆς Πριάμου, λέγεται για τη φήμη, συγκεκριμένα εκείνη του Πριάμου, στο ίδ. II. χωρίς ουσ., αυτός, αυτή, αυτό, ὁ γὰρ ἦλθε, στο ίδ., κ.λπ. III. ειδικότερες χρήσεις: 1. πριν από αναφορ. αντων., χρησιμ. για να δώσει έμφαση στο προηγ. ουσ., ἐφάμην σεπερὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, τῶν ὅσσοι Λυκίην ναιετάουσιν, μακράν υπερέχοντα σε σχέση με τους υπολοίπους, ιδίως εκείνους που..., στο ίδ. 2. ὁ μέν..., ὁ δέ..., είτε σε αντιθ. σύνδεση, ὁ μέν..., αφ' ενός, ὁ δέ, αφ' ετέρου όμως, ή σε επιμεριστική σύνδεση, ο ένας..., ο άλλος..., Λατ. hic, ille... IV. σε μεμονωμένες περιπτώσεις: 1. α) δοτ. θηλ. τῇ ἐκεῖ, σ' εκείνο το σημείο, σε Όμηρ.· τὸ μὲν τῇ, τὸ δὲ τῇ, σε Ξεν.· λέγεται για κίνηση σε τόπο, προς τα εκεί, σε Ομήρ. Ιλ.· β) λέγεται για τρόπο, τῇπερ, κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· τῇμέν..., τῇ δέ..., κατά ένα τρόπο..., κατά άλλο... ή εν μέρει..., εν μέρει, σε Ευρ., κ.λπ. γ) αναφορικό, αντί ᾗ, σε Όμηρ. 2. γεν. ουδ. τοῦ, γι' αυτό λοιπόν, στον ίδ. 3. δοτ. ουδ. τῷ: α) γι' αυτό, στον ίδ., Σοφ. β) ομοίως, με οποιονδήποτε τρόπο, επομένως, εφ' όσον είναι έτσι, σ' αυτές τις συνθήκες, σε Όμηρ. 4. αιτ. ουδ. τό, γι' αυτό, στον ίδ., Σοφ.· τὸ δέ, απολ., αλλά ως προς αυτό..., σε Πλάτ. 5. τὸ μέν..., τὸ δέ..., εν μέρει..., εν μέρει..., ή αφ' ενός..., αφ' ετέρου όμως, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· τὰ μέν..., τὰ δέ..., σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ.· επίσης, τὰ μέν τι..., τὰ δέ τι..., σε Ξεν. 6. α) με προθέσεις, που εκφράζουν χρόνο, ἐκ τοῦ, Επικ. τοῖο, από τότε, έκτοτε, σε Ομήρ. Ιλ. β) πρὸ τοῦ, ορισμένες φορές προτοῦ, πριν απ' αυτό, προηγουμένως, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, ἐν τῷ προτοῦ χρόνῳ, σε Θουκ. 7. ἐν τοῖς χρησιμ. στον Πεζό λόγο με υπερθ., ἐν τοῖς θειότατον, ένα από τα πιο θαυμαστά πράγματα, σε Ηρόδ.· ἐν τοῖς πρῶτοι, μεταξύ των πρώτων, σε Θουκ. Β.ὁ, ἡ, τό, ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: I. ο, η, το, ενώ το αόριστο είναι το τίς, τί, ένας, κάποιος· η χρήση του ὁ, ἡ, τό, ως άρθρο, προήλθε από τη χρήση ως δεικτ. αντων., τὸν ὀπίστατον, αυτόν που ήταν τελευταίος, δηλ. τον τελευταίο άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν ἄριστον, αυτόν που ήταν ο γενναιότερος, κ.λπ.· επίσης με επιρρ., τὸ πρίν, τὸ πάρος περ, τὸ πρόσθεν, τὸ τρίτον, τὰ πρῶτα, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. το κυρίως άρθρο καθιερώθηκε πρώτα στην Αττ.· παραλείπεται όταν ακολουθούν κύρια ονόματα, καθώς και προσηγορικά που δεν απαιτούν συγκεκριμενοποίηση, όπως θεός, βασιλεύς· προστίθεται όμως στα κύρια ονόματα, όταν έχει γίνει προηγούμενη αναφορά του προσώπου, όπως σε Θουκ., που γράφει πρώτα Πειθίας, και κατόπιν αναφέρεται σ' αυτόν ως ὁ Πειθίας· ή χρησιμ. για να δώσει ιδιαίτερη έμφαση, όπως το Λατ. ille, ὁ Λάϊος, ὁ Φοῖβος, σε Σοφ. 2. με απαρ., που έτσι καθίστανται ουσιαστικά, τὸ εἶναι, η ύπαρξη· τὸ φρονεῖν, η συνετή σκέψη κ.λπ. 3. στο ουδ., χρησιμ. για να συγκεκριμενοποιήσει οποιαδήποτε λέξη ή έκφραση, τὸἄνθρωπος, η λέξη άνθρωπος· τὸ λέγω, η λέξη λέγω· τὸ μηδὲν ἄγαν, η άποψη «ne quid nimis». 4. πριν από αντωνυμίες: α) πριν από την προσωπική αντων., χρησιμ. για να της δώσει μεγαλύτερη έμφαση, αλλά μόνο στην αιτ., τὸν ἐμέ, τὸν σὲ καὶ ἐμέ, σε Πλάτ. β) πριν από την ερωτηματική αντων., χρησιμ. για να καταστήσει πιο σαφή την ερώτηση, τὸ τί; σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ ποῖα; σε Ευρ. III. ελλειπτικές φράσεις: 1. πριν από γεν. κυρίου ονόματος, λέγεται για να δηλώσει καταγωγή, ὁ Διός (ενν. παῖς), ἡ Λητοῦς (ενν. θυγάτηρ), συχνά στην Αττ.· αλλά ορισμένες φορές, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα, χρησιμ. για να δηλώσει σύζυγο (άντρα ή γυναίκα), αδελφό, φίλο· έπειτα, πριν από γεν., καταδεικνύει όλες τις γενικές αναφορές ή σχέσεις, όπως, τὰ τῆς πόλεως, όλα όσα αφορούν την πόλη· τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονεῖν, συμφωνώ με τους Αθηναίους, είμαι στο πλευρό τους, σε Ηρόδ.· ομοίως, με ουδ. κτητικής αντων., τὸ ἐμόν, τὸ σόν, ό,τι αφορά εμένα ή εσένα, δική μου ή δική σου υπόθεση· αλλά, τό τινος, σημαίνει το ρητό ενός ανθρώπου, τὸ τοῦ Σόλωνος, σε Ηρόδ. 2. με εμπρόθετες πτώσεις, οἱ ἐν τῇ πόλει, οἱ ἀπό (ή ἐκ) τῆς πόλεως, οι άνθρωποι της πόλης· οἱ ἀμφί τινα, οἱ περί τινα, οι φίλοί του, οι οπαδοί του, οι ακόλουθοί του· αλλά επίσης, περιφραστικά, χρησιμ. και για το ίδιο πρόσωπο. 3. σχετικά με το μὰ τόν, βλ. μά. IV. 1. πορεύεσθαι τὴν ἔξω τείχους (δηλ. ὁδόν), σε Πλάτ.· κρίνασθαι τὴν ἐπὶ θάνατον, βλ. θάνατος I. 2· ἡ αὔριον (δηλ. ἡμέρα), η επόμενη μέρα· επίσης, με επίρρ., που έτσι λαμβάνουν σημασία επιθέτου, ὁ, ἡ, τὸ νῦν, ο παροντικός, ο τωρινός· οἱ τότε ἄνθρωποι, οι άνθρωποι εκείνου του καιρού, επίσης οἱ τότε, οἱ νῦν, κ.λπ.· τὸ πρίν, προηγουμένως· τὸ ἀπὸ τούτου, τὸ ἀπὸ τοῦδε, από τώρα, από αυτή τη στιγμή, κ.λπ. Γ. ΚΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ: σε Τραγ., ὁ, ἡ, τό, με ᾰ γίνεται ᾱ, όπως ἁνήρ, ἅνθρωπος, ἁλήθεια, ἁρετή, τἀγαθόν, τἀδικεῖν, τᾄτιον· ομοίως, οἱ, αἱ, τά, όπως ἅνδρες, ἅνθρωποι, τἀγαθά, τἀκίνητα· επίσης, τοῦ, τῷ, όπως τἀγαθοῦ, τἀγαθῷ· ὁ, τό, οἱ, με ε γίνεται οὑ, οὑξ, οὑπί, οὑμός, τοὔργον, οὑπιχώρια κ.λπ.· επίσης, τοῦ, όπως τοὐμοῦ, τοὐπιόντος· αλλά, σε μια περίπτωση ᾱ, ἅτερος, θἄτερον αντί οὕτερος (Ιων.)· το τῷ παραμένει αμετάβλητο, τὠμῷ, τὠπιόντι· το ἡ με ε γίνεται ᾱ, ἁτέρα· ὁ, τό, πριν από ο γίνεται ου, όπως Οὑλύμπιος, τοὔνομα· ὁ, τό, πριν από αυ, δεν μετατρέπουν τη δίφθογγο, αὑτός, ταὐτό, ταὐτῷ· ομοίως, τὰ αὐτά = ταὐτά, αἱ αὐταί = αὑταί· ἡ πριν από εὐ γίνεται ηὑ, όπως ηὑλάβεια· τῇ πριν από ἡ γίνεται θη, όπως θἠμέρα· τό πριν από ὑ γίνεται θου, όπως θοὔδωρ αντί τὸ ὕδωρ.
-
ὅ, I. Ιων. και Δωρ. αρσ. αντί της αναφορ. αντων. ὅς. II. γενικά, ουδ. του ίδιου.
-
ὀά[ᾱ], ουαί, ουαί! επιφών., Λατ. vae, σε Αισχύλ.
-
ὄᾰρ, ὄᾰρος, ἡ, η σύζυγος, γεν. πληθ., ὀάρων ἕνεκα σφετεράων, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. δοτ. πληθ., ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν, στο ίδ.
-
ὀᾰρίζω (ὄαρος), σε ενεστ. και παρατ., συνδιαλέγομαι ή κουβεντιάζω με κάποιον, συνομιλώ με οικειότητα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὀαριζέμεναι (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
-
ὀᾰρισμός, -οῦ, ὁ, = ὄαρος, σε Ησίοδ.
-
ὀᾰριστής, -οῦ, ὁ, κοντινός φίλος, οικείος, σε Ομήρ. Οδ.
-
ὀαριστύς, -ύος, ἡ, I. φιλική συζήτηση, ερωτική συνομιλία, σε Θεόκρ.· γενικά, ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς, όπως είναι η πολεμική σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως περιληπτ., προμάχων ὀαριστύς, η συνάντηση, η μάχη της εμπροσθοφυλακής, στο ίδ.
-
ὄᾰρος, ὁ, 1. φιλική συνομιλία, ερωτική συνομιλία, κουβεντούλα, συζήτηση σε οικείο τόνο, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. 2. τραγούδι, ελεγεία, ωδή, σε Πίνδ.
-
Ὄασις, -εως, ἡ, ονομασία εύφορων τόπων στη Λιβυκή έρημο, σε Ηρόδ. (όνομα πιθ. Αιγυπτιακό).
-
ὀβελίσκος, ὁ, υποκορ. του ὀβελός, I. 1. μικρή σούβλα, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ. 2. νόμισμα που έχει στην όψη του χαραγμένο μια σούβλα, σε Πλούτ. II. σκέλος διαβήτη, σε Αριστοφ.
-
ὀβελός, Δωρ. ὀδελός, ὁ, 1. σούβλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. ὀβελὸς λίθινος, τετράγωνη στήλη με αιχμηρή απόληξη, οβελίσκος, σε Ηρόδ. (ὀβελός πιθ. από το βέλος, με προσθήκη προθήματος ο).
-
ὀβολός, ὁ, ένας οβολός, ως μονάδα μέτρησης βάρους· ως νομισματική μονάδα, το 1/6 της δραχμῆς, σε Αριστοφ.· ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, σε θέση θεάτρου πληρωμένη με δύο οβολούς, σε Δημ.
-
ὀβολοστᾰτέω, μέλ. -ήσω, ζυγίζω οβολούς, εξασκώ το επάγγελμα του τοκογλύφου, σε Λουκ.
-
ὀβολο-στάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), ἡ, το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.
-
ὄβρια, τά, μικρά, νεογνά ζώων, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
ὀβρίκᾰλα[ῐ], τά, = το προηγ., σε Αισχύλ.
-
ὀβρῐμο-εργός, -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ὀβρῐμό-θῡμος, -ον, ισχυρογνώμων, σε Ησίοδ.