Αποτελέσματα για: "Ζ"
Βρέθηκαν 155 λήμματα [1 - 20]
-
Ζ, ζ , ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο συνήθως ονομάζουμε δίγαμμα, διατηρήθηκε για να παριστά τα ἕξ, ἕκτος]· αλλά ͵ζ = 7.000.
Το Ζ ζ προέκυψε από τη σύνθεση σ και δ, με αποτέλεσμα στην Αιολ. να γίνεται σδ, όπως Σδεύς, κωμάσδω, ψιθυρίσδω αντί Ζεύς, κωμάζω, ψιθυρίζω· αντιστρόφως, στην Αττ. το σδ γίνεται ζ, π.χ. Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε. Αλλά το σ συχνά δεν εμφανίζεται στην Αιολ., όπου ζά = διά, βλ. ζά, ζα-· ομοίως στην Αιολ. και Δωρ. το ζ γίνεται δ, καθώς έχουμε τους τύπους Δεύς, Δάν αντί Ζεύς, Ζάν· ο τύπος όμως δορκάς = ζορκάς· κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε επίσης τον τύπο ἀρίζηλος αντί ἀρίδηλος· επίσης, ἀλαπαδνός από το ἀλαπάζω, παιδνός από το παίζω· στη Δωρ., όταν το ζ βρίσκεται στο μέσο λέξεως γίνεται δδ, όπως στους τύπους θερίδδω αντί θερίζω, μάδδα αντί μᾶζα.
Το ζήτα, επειδή είναι διπλό σύμφωνο, καθιστά το βραχύ φωνήεν που βρίσκεται στο τέλος της προηγούμενης συλλαβής, θέσει μακρό. Ο Όμηρος όμως χρησιμ. σε δύο περιπτώσεις ως βραχύ το φωνήεν που βρισκόταν πριν από φθόγγο ζ· και οι δύο λέξεις που άρχιζαν με το ζ ήταν κύρια ονόματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να υπηρετήσουν το δακτυλικό εξάμετρο· ἄστῠ Ζελείης, ὑλήεσσᾰ Ζάκυνθος.
-
ζά[ᾰ], I. Αιολ. αντί διά· ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, σε Θεόκρ. II.ζα-, αχώριστο πρόθεμα = δα-, ἀρι-, ἐρι-, πολύ, αρκετά, όπως στα ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής κ.λπ.
-
ζάγκλον, τό, δρεπάνι που χρησιμοποιείται κατά τον θερισμό, Λατ. falx· σικελική λέξη αντί δρέπανον, σε Θουκ. Απ' όπου Ζάγκλη, αρχαίο όνομα της Μεσσήνης.
-
ζᾱ-ής, -ές (ἄημι), αιτ. ζαῆν, θυελλώδης, τρικυμιώδης, αυτός που πνέει βίαια, με μανία, σε Όμηρ.
-
ζά-θεος[ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, κατεξοχήν θεϊκός, ιερός, πανίερος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
-
ζᾰ-θερής, -ές (θέρος), αυτός που έχει μεγάλη θερμότητα, καυτός, διάθερμος, σε Ανθ.
-
ζά-κορος, ὁ και ἡ, υπηρέτης του ναού· πιθ. συγγενές προς το διάκονος, σε Πλούτ. Σχετικά με το -κορος, πρβλ. νεω-κόρος.
-
ζάκοτος[ᾰ], -ον, αυτός που ξεχειλίζει από οργή, οργίλος, αυτός που είναι έξαλλος από θυμό, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
-
ζάλη[ᾰ], ἡ, (πιθ. από το ζέω), φούσκωμα της θάλασσας, δηλ. τρικυμία, θαλασσοταραχή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· πύρπνοος ζάλη, λέγεται για την πύρινη βροχή που προερχόταν από τις εκρήξεις του ηφαιστείου της Αίτνας, σε Αισχύλ.· μεταφ., ζάλαι, τρικυμίες, στενοχώριες, θλίψεις, «φουρτούνες», σε Πίνδ.
-
ζᾶλος, ζᾱλόω, ζᾱλωτός, Δωρ. αντί ζῆλος κ.λπ.
-
ζᾰμενέω, εξαπολύω όλη μου την ισχύ, εντείνω τις δυνάμεις μου ή είμαι παράφορα οργισμένος, σε Ησίοδ.
-
ζᾰ-μενής, -ές (μένος), ποιητ. επίθ., πολύ δυνατός, ισχυρός, ορμητικός, παράφορος, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
-
ζᾱμία, ζᾱμιόω, Αιολ. και Δωρ. αντί ζημία κ.λπ.
-
Ζάν, Ζανός, ὁ, Δωρ. αντί Ζήν, Ζηνός.
-
ζᾰ-πληθής, -ές (πλήθω), αυτός που είναι εντελώς γεμάτος, πλήρης, πυκνός, πολυπληθής· ζαπληθὴς γενειάς, πυκνό, δασύτριχο μούσι, σε Αισχύλ.· ζαπληθὲς Μούσης στόμα, φωνή που ηχεί καλά, που ο ήχος της είναι μεστός, σε Ανθ.
-
ζά-πλουτος, -ον, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, σε Ηρόδ., Ευρ.
-
ζᾰ-πρέπω, Αιολ. αντί διαπρέπω.
-
ζά-πῠρος[ᾰ], -ον (πῦρ), διάπυρος, πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.
-
ζᾱτεύω, Δωρ. αντί ζητεύω.
-
ζᾰ-τρεφής, -ές (τρέφω), καλοταϊσμένος, καλοθρεμμένος, παχουλός, ευτραφής, σε Όμηρ.