Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1 - 20]
-
Σ, σ, σῖγμα, (ή σίγμα, αν δεχθούμε √ΣΙΖΩ), τό, άκλιτο, ημίφωνο, το δέκατο όγδοο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, σʹ = 200, αλλά ͵σ = 200.000. I. Εκτός από το σχήμα Σ, παλαιότερα γραφόταν ως ημικύκλιο Ϲ. Σύμφωνα με μεταγεν. τρόπο γραφής, το τελικό σάρχισε να γράφεται s· από το οποίο πρέπει να διακρίνουμε τον χαρακτήρα ςʹ (στίγμα) = 6. Υπήρχε επίσης μια Δωρ. ονομασία γράμματος σάν [ᾰ] (πρβλ. σαμ-φόρας), η οποία απαντούσε στο τέλος του αλφαβήτου ως αριθμητικό, με το όνομα σαμπί ή σαμπῖ, Ϡ = 900. II. Διαλεκτικές κι άλλες μεταβολές: 1. σε Αιολ. και Ιων. τρέπεται σε δ, όπως ὀδμὴ ἴδμεν αντί ὀσμὴ ἴσμεν. 2. σε Αιολ. και Δωρ. τρέπεται σε τ· τὺ ἴττω Ποτειδὰν ποτί φατι αντί σὺ ἴστω Ποσειδῶν πρός φησι· ομοίως και σε μεταγεν. Αττ., όπως μέταυλος τήμερον αντί μέσαυλος σήμερον· σε μεταγεν. Αττ. επίσης, το σσ τράπηκε σε ττ· πράττω, τάττω αντί πράσσω, τάσσω θάλαττα, ἥττων αντί θάλασσα, ἥσσων. 3. σε Αιολ. και Δωρ. και στους ποιητές επίσης, το σ συχνά διπλασιαζόταν, όπως ὅσσος μέσσος ὀπίσσω αντί ὅσος μέσος ὀπίσω, καθώς και στους τύπους του μέλ. και αορ. αʹ, όπως δαμάσσω, ὀλέσσω κ.λπ., αντί δαμάσω, ὀλέσω κ.λπ. 4. το σ σε κάποιες περιπτώσεις τράπηκε σε πτ, ή και το αντίστροφο, όπως πέσσω και πέπτω, ὄψομαι (*ὄπτω) και ὄσσομαι, ἐνίσσω και ἐνίπτω. 5. στη Δωρ. τρέπεται σε ξ, στον μέλ. και αόρ. αʹ των ρημάτων μαζί με τα παράγωγά τους ουσιαστικά, όπως ἐργάξομαι, χείριξις αντί ἐργάσομαι, χείρισις· ομοίως και στην Ιων., διξός, τριξός αντί δισσός, τρισσός· και στην παλαιότερη Αττ., η πρόθεση σύν, μαζί με όλα τα σύνθετά της, γραφόταν ξύν. 6. στην Αττ. τα σ και σσ τρέπονταν μερικές φορές σε ψ, πρβλ. Ψ, ψ III. 7. στην Αιολ., όπως και στη Λατ., το σ αναπαριστά τη δασεία· Σαλμυδησσός, Ἁλμυδησσός, σῦς (Λατ. sus), ὗς, ἅλς, Λατ. sal, ἕξ, Λατ. sex, ἑπτά, Λατ. septem, ἕρπω, Λατ. serpo, ὕλη, Λατ. sylva. 8. ως πρόθημα σε λέξεις που αρχίζουν από μ και τ, μύραινα, σμύραινα, μικρός, σμικρός, τέγος στέγω (Λατ. tego)· σπανιότερα προτίθεται σε λέξεις που αρχίζουν από κκαι φ· σκίδναμαι, κίδναμαι, σφάλλω, Λατ. fallo, σφενδόνη, Λατ. funda. 9. το σ ως ένθημα στο εσωτερικό λέξεων πριν από θ, ιδίως από τους ποιητές σε το αʹ πληθ. Παθ. και Μέσ., όπως τυπτόμεσθα αντί τυπτόμεθα· ομοίως, ὄπισθεν αντί ὄπιθεν. 10. αντιστρόφως, οι Λάκωνες συνήθιζαν να αποβάλλουν το σ που βρισκόταν μεταξύ δύο φωνηέντων, γράφοντας Μῶααντί Μοῦσα. 11. σε Δωρ. και Αττ. το σ τρέπεται σε ρ, όταν προηγείται άλλο ρ, όπως ἄρρην αντί ἄρσην, θάρρος αντί θάρσος. 12. στη Λακων., το σ τίθεται αντί θ, όπως σιός, Ἀσάνα, παρσένος αντί θεός, Ἀθήνη, παρθένος. 13. στη Δωρ. σδ αντί ζ, όπως μασδός, τράπεζα αντί μαζός, τράπεζα. 14. το τελικό ς προσαρτάται στα οὕτω, ἄχρι, μέχρι, πριν από φωνήεν.
-
σ', με απόστροφο, I. αντί σέ· σπανίως αντί σοί. II. αντί σά, ουδ. πληθ. του σός.
-
σᾶ, θηλ. ενικ. και ουδ. πληθ. του σῶς.
-
σάμάν; Δωρ. αντί τί μήν; σε Αριστοφ.
-
Σᾰβάζιος, ὁ (Σαβός), φρυγική θεότητα η λατρεία της οποίας θύμιζε αυτή του Διονύσου, ώστε κάποια στιγμή το όνομα Σαβάζιος έγινε προσωνύμιο του Διονύσου, σε Αριστοφ.· τὰ Σαβάζια, οι Διονυσιακές τελετουργίες, τα Βακχικά όργια, σε Στράβ.
-
σᾰβᾰκός, -ή, -όν, κατασυντετριμμένος, κατακερματισμένος, κατερειπωμένος, θρυμματισμένος, κομματιασμένος· μεταφ. εξασθενημένος, σαθρός, μαλθακός, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
-
σᾰβάκτης, -ου, ὁ, αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει, που ερειπώνει· λέγεται για κάποιο δαιμόνιο που έσπαγε κεραμικά σκεύη, σε Όμηρ., Επικ. (αμφίβ. προέλ.).
-
σαβαχθα-νί; Χαλδαϊκή φράση, με έχεις εγκαταλείψει; σε Κ.Δ.
-
σαβαώθ, Εβρ. πληθ., πλήθη στρατιωτών, στρατεύματα, σε Κ.Δ.
-
Σαββᾰτίζω, μέλ. -σω (Σάββατον), τηρώ την εβραϊκή αργία του Σαββάτου, στους Εβδομήκ. Οʹ (LXX).
-
Σαββᾰτισμός, ὁ, τήρηση ημερών που προορίζονταν για ανάπαυση, δηλ. η τήρηση της αργίας του Σαββάτου, σε Κ.Δ.
-
Σάββᾰτον, τό, 1. Εβρ. Sabbath, δηλ. Ανάπαυση, σε Κ.Δ.· επίσης στον πληθ. λέγεται για τη συγκεκριμένη, την έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας· υπάρχει ετερόκλ. δοτ. πληθ. σάββασι (όπως αν προερχόταν από τύπο σάββας), στο ίδ. 2. περίοδος επτά ημερών, επταήμερο, δηλ. μία εβδομάδα· μία τῶν σαββάτων, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, στο ίδ.
-
σᾰβοῖ, επιφών., πανηγυρική βακχική κραυγή που ακουγόταν στην εορτή του Σαβαζίου, σε Δημ.
-
σάγᾰρις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ, πληθ. σαγάρεις, Ιων. -ῑς, τσεκούρι, πέλεκυς ή αξίνα μονής κοπής, που η λάμα είχε δηλ. μία μόνο κόψη· όπλο, μαχαίρι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Σκυθικές φυλές, σε Ηρόδ., Ξεν. (ξέν. λέξη).
-
σαγή[ᾰ], ἡ (σάττω), I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ. II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.
-
σᾰγηναῖος, -α, -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.
-
σᾰγηνεύς, -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.
-
σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.
-
σᾰγηνευτής, -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.
-
σᾰγηνεύω, μέλ. -σω, I. πιάνω ψάρια με αλιευτικό μεγάλο δίχτυ (σαγήνη), ψαρεύω, σε Λουκ. II. σαρώνω, όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό δίχτυ, δηλ. καταδιώκω σχηματίζοντας στρατιωτική παράταξη, εκδιώκω τον πληθυσμό από την έκταση μιας χώρας πορευόμενος εναντίον της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, σε Ανθ.