Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1 - 20]
-
Κ, κ, κάππα, τό, άκλιτο, το δέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, κʹ = 20, αλλά ͵κ = 20.000. Το κ είναι το ψιλό ουρανικό άφωνο, αντίστοιχο του μέσου γκαι του δασέος χ.
Μεταβολές του κ στις διαλέκτους· 1. στην Ιων. το κ αντικαθιστά το χ, όπως κιθών, δέκομαι, κύθρη αντί χιτών, δέχομαι, χύτρα· αντικαθιστά το π, όπως κου κοτε κως κ.λπ., αντί που ποτε πως, κ.λπ.· ομοίως και ἴσκε = ἔσπεν, ἵππος, Λατ. equus. 2. στη Δωρ. το κ εναλλάσσεται με το τ, όπως ὅκα ἄλλοκα τῆνος αντί ὅτε ἄλλοτε κεῖνος.
-
κᾶ, Δωρ. αντί Ιων. κε, Αττ. ἄν, σε Αριστοφ. κ.λπ.
-
κάββᾰλε, Επικ. αντί κατέβαλε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταβάλλω.
-
καββάς, Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
-
Κάβειροι, οἱ, οι Κάβειροι, θεότητες που λατρεύονταν σε Λήμνο και Σαμοθράκη και θεωρούνταν γιοι του Ηφαίστου, από την ικανότητά τους στην κατεργασία μετάλλων, σε Ηρόδ.
-
κάγ, Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κάγκᾰνος, -ον (καίω), ο κατάλληλος προς καύση, κατάξερος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
-
καγχάζω, μεταγεν. τύπος αντί καχάζω, σε Βάβρ.
-
καγχᾰλάω, γελώ δυνατά, ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. καγχαλόωσι, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. καγχαλόων, -όωσα, σε Όμηρ. (όπως το καγχάζω, ηχομιμ. λέξη).
-
κάγχρυς, μεταγεν. τύπος του κάχρυς.
-
κἀγώ[ᾱ], κράση αντί καὶ ἐγώ.
-
κάδ, Επικ. αντί κατά πριν από το δ, κὰδ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.· κὰδ δύναμιν, σε Ησίοδ.· κὰδ δ' ἔβαλε, με τμήση αντί κατέβαλε δέ, σε Ομήρ. Οδ.
-
κἀδάπανα, κράση αντί καὶ ἀδάπανα.
-
καδδρᾰθέτην, Επικ. αντί κατεδραθέτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
-
καδδῦσαι, Επικ. αντί καταδῦσαι, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του καταδύω.
-
κᾰδίσκος, ὁ, υποκορ. του κάδος, κάλπη ή ψηφοδόχος· υπήρχαν δύο, στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ.
-
Καδμεῖος, -α, -ον, Καδμείος, ο καταγόμενος από τον Κάδμο, σε Ησίοδ., Τραγ.· ποιητ. Καδμέϊος, σε Πίνδ., Σοφ.· Ιων. αντί Καδμήϊος, -η, -ον· Καδμεῖοι, οἱ, οι Καδμείοι ή οι παλαιοί κάτοικοι των Θηβών, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης Καδμειῶνες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ Καδμεία, η ακρόπολη των Θηβών, σε Ξεν.· παροιμ., Καδμεία νίκη, η νίκη που επιφέρει τον χαμό των ίδιων των νικητών (από το μύθο των Σπαρτῶν ή από την ιστορία του Πολυνείκη και Ετεοκλή), σε Ηρόδ.
-
Καδμηίς, -ίδος, θηλ. του Καδμεῖος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· επίσης σε Αττ., Θουκ.
-
καδμο-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο, σε Τραγ.
-
Κάδμος, ὁ, ο Κάδμος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· γιος του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, αδερφός της Ευρώπης, ιδρυτής των Βοιωτικών Θηβών. Ο Κάδμος έφερε από τη Φοινίκη το παλαιό ελλ. αλφάβ. των δεκαέξι γραμμάτων, απ' όπου ονομάστηκαν και Καδμήϊα ή Φοινικήϊα γράμματα (σε Ηρόδ).· αυτά αργότερα αυξήθηκαν με την προσθήκη άλλων οκτώ γραμμάτων, των επονομαζόμενων Ιωνικών, η, ω, θ, φ, χ, ζ, ξ, ψ.