Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀδούς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀδούς, Ιων. ὀδών, ὀδόντος, , Λατ. dens, dentis, δόντι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἕρκος ὀδόντων, βλ. ἕρκοςπρίειν ὀδόντας, βλ. πρίω.