
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἰός"
- ἰός[ῑ], ὁ, πληθ. ἰοί, επίσης ἰά· I. βέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. 1. σκουριά, ιδίως του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ. 2. δηλητήριο, λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ.
- ἴος, ἴα, Επικ. αντί εἷς, μία, βλ. εἷς.
- ἰο-στέφᾰνος, -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.