LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπι-σκοπέω"
- ἐπι-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, μεταγεν. -σκοπήσω, αόρ. αʹ -εσκεψάμην, παρακ. ἐπέσκεμμαι· 1. κοιτάζω, παρατηρώ ή προσβλέπω, ατενίζω, επιθεωρώ, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, σε Ηρόδ., Ευρ.· αγρυπνώ, προσέχω, λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σοφ., Ευρ. 2. επισκέπτομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, αυτή που δεν την επισκέπτονται τα όνειρα, δηλ. άϋπνη, σε Αισχύλ. 3. λέγεται για στρατηγό, επιθεωρώ, επιβλέπω, σε Ξεν. 4. σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, σε Σοφ., Ξεν. — Μέσ., εξετάζω με τον εαυτό μου, αυτοσυγκεντρώνομαι, διαλογίζομαι, μελετώ, σκέπτομαι, σε Πλάτ.