LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπικουρέω"
- ἐπικουρέω, μέλ. -ήσω (ἐπίκουρος)· I. υπηρετώ ως σύμμαχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· τινι, σε κάποιον, σε κάτι, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. γενικά, συνδράμω ή βοηθώ σε ανάγκη, τινί, σε Ευρ., Αριστοφ.· με δοτ. πράγμ., νόσοις ἐπικουρεῖν, παρέχω βοήθεια στον ασθενή, σε Ξεν.· ἐσθὴς ἐπικουρεῖ τινι, του είναι χρήσιμη, στον ίδ.· ἐπ. τροφῆ, φροντίζει για αυτήν, σε Αισχίν. 2. με αιτ. πράγμ., ἐπικουρεῖν τινι χειμῶνα, τον κρατώ μακριά από κάποιον, Λατ. defendere, σε Ξεν.