LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐνίστημι"
-
ἐν-ίστημι, μτβ. σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ και σε Μέσ. αόρ. αʹ·
Α. 1. βάζω, στήνω, τοποθετώ σε, ορθώνω, επιθέτω, ἐν λίθοις, σε Ξεν.· ἐν τὰς χώρας, σε Ηρόδ. 2. Μέσ. αόρ. αʹ, αρχίζω, σε Δημ. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.· Β. I. τοποθετούμαι, στέκομαι σε ένα μέρος, σε μία θέση, στήνομαι, με δοτ., σε Ευρ.· ἐν τῷ νηῷ, σε Ηρόδ. II. ορίζομαι, διορίζομαι, άρχω, εξουσιάζω, βασιλεὺς ἐνίστασθαι, στον ίδ. III. επίκειμαι, φοβίζω, απειλώ, επικρέμαμαι, Λατ. imminere, με δοτ. προσ., στον ίδ.· απόλ., είμαι κοντά, βρίσκομαι σε απόσταση χεριού, επίκειμαι, αρχίζω, σηκώνομαι, εμφανίζομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ., Δημ.· λέγεται για χρόνο, ὁ ἐνεστὼς πολέμου, ο παρών, ο τρέχων πόλεμος, αυτός που βρίσκεται σε εξέλιξη, σε Αισχίν.· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, οι παρούσες, οι τρέχουσες συνθήκες ή περιστάσεις, σε Ξεν. IV. στέκομαι ως εμπόδιο στο δρόμο, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, τινι, σε Θουκ.· απόλ., εμποδίζω, παρακωλύω, στον ίδ.