Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγχω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄγχω, μέλ. ἄγξω, αόρ. αʹ ἦγξα· πρβλ. ἀπάγχω· συμπιέζω, συνθλίβω, πιέζω σφιχτά, ιδίως το λαιμό, στραγγαλίζω, σφίγγω το λαιμό κάποιου, πνίγω· ἄγχε μιν ἱμὰς ὑπὸ δειρήν, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για δανειστές, στον ίδ., σε Κ.Δ.· επίσης λέγεται για ένοχη συνείδηση, τοῦτο ἄγχει, σε Δημ.
ἀγχ-ώμᾰλος, -ον (ἄγχι, ὁμαλός), σχεδόν ίσος· ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, σε Θουκ.· ἀγχώμαλος μάχη, αμφίρροπη μάχη, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Λατ. aequo Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. ἀγχωμάλως, σε Λουκ.