LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἁμάρτημα"
- ἁμάρτημα, -ατος, τό (ἁμαρτάνω), 1. αποτυχία, λάθος, σφάλμα, αμαρτία, σε Σοφ., Πλάτ. 2. σωματικό ελάττωμα, αναπηρία, στον ίδ.