Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀΐω"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
ἀΐω[ᾰ], μόνο σε ενεστ. και παρατ. ἄϊον [ᾱ], 1. αντιλαμβάνομαι μέσω της ακοής, ακούω, με αιτ. πράγμ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Τραγ.· επίσης, αντιλαμβάνομαι μέσω της όρασης, βλέπω, σε Ομήρ. Οδ. 2. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι· δίκης, σε Ησίοδ.· υπακούω, σε Αισχύλ.· πρβλ. ἐπαΐω. Ο Όμηρ. παραδίδει ᾰῐω· αλλά ᾱῐεις, ᾱῐων, σε Σοφ.
ἀΐω[ᾱ] = ἄημι, εκπνέω, μόνο στον παρατ.· ἐπεὶ φίλον ἄῑον ἦτορ, όταν παρέδιδα το πνεύμα μου, καθώς ξεψυχούσα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀϊών[ᾱ], Δωρ. αντί ἠϊών.
αἰών, -ῶνος, , ποιητ. · αποκομ. τύπος αιτ. αἰῶ (κυρίως αἰϜών, Λατ. aevum, βλ. αἰεί), χρονική περίοδος ύπαρξης, 1. ο χρόνος ζωής κάποιου, η ζωή του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές. 2. αιώνας, ηλικιακή κλάση, γενιά, σε Αισχύλ.· ὁ μέλλων αἰών, οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ. 3. μακρά περίοδος χρόνου, αιώνας· ἀπ' αἰῶνος, από παλιά, επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· τὸνδι' αἰῶνος χρόνον, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· ἅπαντα τὸν αἰῶνα, σε Λυκούργ. 4. καθορισμένη περίοδος χρόνου, εποχή, περίοδος (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή πρόνοια)· ὁ αἰὼν οὗτος, ο παρών κόσμος, αντίθ. προς το ὁ μέλλων, σε Κ.Δ.· απ' όπου και η χρήση του στον πληθ., εἰςτοὺς αἰῶνας, για πάντα, στο ίδ.
αἰώνιος, -ον και , -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. αἰών 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, αέναος, ατελεύτητος, παντοτινός, στον ίδ.
αἰώρα, (ἀείρω), I. μηχάνημα μέσω του οποίου τα σώματα κρατιούνται μετέωρα, βρόχος, θηλειά για κρέμασμα, σχοινί για αγχόνη, σε Σοφ. (κατά τον τύπο ἐώρα). II. ταλάντευση στον αέρα, αιώρηση, μετεωρισμός, σε Πλάτ.
αἰωρέω, μέλ. -ήσω, Παθ. αόρ. αʹ ᾐωρήθην (ἀείρω), I. 1. σηκώνω, εγείρω, μετεωρίζω, υψώνω· ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, λέγεται για τον αετό που σηκώνει, που ανοίγει τα φτερά του, σε Πίνδ.· τοὺςὄφεις ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, σε Δημ.· πρβλ. ἐωρέω. 2. κρεμώ, εξαρτώ, σε Πλούτ., Λουκ. II. Παθ., 1. εξαρτιέμαι, κρεμιέμαι, σε Ηρόδ.· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, υψωμένων, εγερμένων, σε Πλάτ.· αἷμα ᾐωρεῖτο, ξεχυνόταν, ανέβλυζε, σε Βίωνα. 2. κρέμομαι, αιωρούμαι στον αέρα, κρέμομαι, ταλαντεύομαι ενώ είμαι κρεμασμένος από κάτι, μένω μετέωρος, σε Σοφ., Πλάτ. 3. μεταφ., είμαι μετέωρος, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, σε Θουκ.· αἰωρεῖσθαι ἐνἄλλοις, εξαρτώμαι από, στηρίζομαι πάνω σε άλλους, σε Πλάτ.· αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων, αυτός που διακινδύνευσε για σπουδαίο ζήτημα, για μεγάλη υπόθεση, σε Ηρόδ.
αἰώρημα, -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· σχοινί που κρέμεται μετέωρο, αγχόνη, σε Ευρ.
αἰωρητός, -όν, ρημ. επίθ. του αἰωρέω, αυτός που αιωρείται, μετέωρος, κρεμασμένος, σε Ανθ.