LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀΐσσω"
- ἀΐσσω (√ΑΙΚ), συνηρ. ᾄσσω, μεταγεν. Αττ. ᾄττω ή ἄττω· παρατ. ᾖσσον, Επικ. ἤϊσσον, Ιων. ἀΐσσεσκον· μέλ. ἀΐξω· αόρ. αʹ ᾖξα, Ιων. ἠΐξα, ἀΐξασκον — Μέσ., απαρ. αορ. ἀΐξασθαι — Παθ., αόρ. αʹ ἠΐχθη, Επικ. ἀΐχθην. (ᾱ- στον Όμηρ.)· I. 1. κινούμαι με αστραπιαία κι ορμητική κίνηση, ορμώ, ρίχνομαι, απαστράπτω όπως το φως, Λατ. impetu ferri, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. ἀΐξασθαι και στον Παθ. αόρ. ἀϊχθῆναι, στο ίδ.· κόμη δι' αὔρας ᾄσσεται, κυματίζει στον αέρα, σε Σοφ. 2. στρέφομαι με θέρμη προς κάτι, είμαι πρόθυμος για κάτι, επιδιώκω κάτι με ζήλο· εἴς τι, σε Ευρ. II. μτβ., θέτω σε κίνηση, σε Ευρ.