LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φωσφόρος"
- φωσ-φόρος, ποιητ. φαοσφόρος,-ον (φέρω)· I. 1. αυτός που φέρνει ή δίνει φως, σε Ευρ., Αριστοφ.· ως ουσ., ὁ φωσφόρος (ενν. ἀστήρ), αυτός που φέρνει φως, Λατ. Lucifer, δηλ. το πρωινό άστρο, όνομα που δόθηκε ιδίως στον πλανήτη Αφροδίτη, σε Κικ. 2. λέγεται για το μάτι, σε Ευρ., Πλάτ. II. αυτός που φέρει πυρσό, επίθ. για συγκεκριμένες θεότητες, ιδίως για την Εκάτη, σε Ευρ.