Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σώφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σώφρων, Επικ. σᾰό-φρων, -ονος, , · ουδ. σῶφρον (σῶς, φρήν), I. 1. αυτός που έχει σώες τις φρένες, που έχει υγιείς τις διανοητικές και πνευματικές του λειτουργίες, Λατ. sanae mentis· απ' όπου, συνετός, λογικός, διακριτικός, φρόνιμος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, σώφρονα εἰπεῖν, σε Ευρ.· ἄλλο τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν, σε Θουκ.· σῶφρόν ἐστι, με απαρ., στον ίδ. II. 1. αυτός που έχει υπό έλεγχο τις σαρκικές του επιθυμίες, εγκρατής, μετριοπαθής, αγνός, νηφάλιος, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, σώφρων γνώμη, σε Αισχύλ.· σώφρων ἀριστοκρατία, σε Θουκ. 2. τὸ σῶφρον = σωφροσύνη, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. III. επίρρ. -όνως, σε Ηρόδ.· συγκρ. σωφρονέστερον, σε Θουκ.· ομοίως, ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, σε Ηρόδ.· αλλά -εστέρως, σε Ευρ.· υπερθ. -έστατα, σε Ισοκρ.