LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στολίζω"
- στολίζω, μέλ. -ίσω (στολίς)· 1. προετοιμάζω, παρασκευάζω, εξοπλίζω· στολίσας νηὸς πτερά, έχοντας μαζέψει τα πανιά του πλοίου, σε Ησίοδ. 2. εφοδιάζω, ντύνω, στολίζω — Παθ., ἐστολισμένος δορί, οπλισμένος με δόρυ, σε Ευρ. 3. μεταφ., κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω, σε Ανθ.