LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στολή"
- στολή, ἡ (στέλλω), I. παρασκευή, εφόδια, οπλισμός, εξοπλισμός στρατού, σε Αισχύλ. II. 1. στολισμός, ενδυμασία, ένδυμα, εσθήτα, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. ένδυμα, φόρεμα, μανδύας, εσθήτα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· στολὴ θηρός, λέγεται για τη λεοντή που φορούσε ο Ηρακλής, σε Ευρ.