LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στατήρ"
- στᾰτήρ, -ῆρος, ὁ (στῆναι), μονάδα βάρους = λίτρα· κατόπιν, νόμισμα ποικίλης αξίας· 1. χρυσός στατήρας· ο γνωστότερος στην Αθήνα ήταν ο Περσικός και ονομαζόταν στατὴρ Δαρεῖος ή Δαρεικός, από τον Δαρείο του Υστάσπους, αξίας περίπου 1,2 αγγλ. λίρας, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. μεταγεν. υπήρχε σε κυκλοφορία αργυρός στατήρας = τετράδραχμον, σε Κ.Δ., Ξεν.