Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτύω[ῠ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτύω[ῠ], μέλ. πτύσω [ῠ] ή πτύσομαι, αόρ. αʹ ἔπτῠσα, παρακ. ἔπτῠκαΠαθ., αόρ. αʹ ἐπτύσθην· 1. φτύνω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., φτύνω, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για τη θάλασσα, εκβάλλω, ξεβράζω, σε Ανθ.· απόλ., ἐπ'ἀϊόνι πτύοντα, λέγεται για κύματα, σε Θεόκρ.· πτύσας, με πάταγο, σε Ανθ. 3. μεταφ., πτύσας, ως σημάδι αποστροφής ή βδελυγμού, σε Σοφ.· πτύσας προσώπῳ, με έκφραση αποστροφής, αηδίας στο πρόσωπό του, στον ίδ. 4. εἰς κόλπον πτύειν, Λατ. in sinum spuere, γίνεται τρεις φορές για να αποτραπεί ο κακός οιωνός, σε Θεόκρ.