
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποδάγρα"
- ποδ-άγρα, ἡ, I. παγίδα για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ. II. αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς χειράγρα.
- ποδαγράω, έχω αρθρίτιδα στα πόδια, σε Αριστοφ.