LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πανηγυρίζω"
- πᾰνηγῠρίζω, μέλ. -σω, γιορτάζω ή παρακολουθώ γιορτή, πανήγυρις πανηγυρίζω, τηρώ τις αργίες των δημοσίων εορτών, γιορτάζω, σε Ηρόδ.