
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παλαίω"
- πᾰλαίω, μέλ. παλαίσω, αόρ. αʹ ἐπάλαισα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπαλαίσθην· (πάλη)· παλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· παλαίω τινί, παλεύω με κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. — Παθ., παλαισθείς, νικημένος, ηττημένος, σε Ευρ.
- πᾰλαίωσις, ἡ (παλαιόομαι), φθορά με τον χρόνο, παλαίωση, σε Στράβ.