LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παιδαγωγός"
- παιδ-ᾰγωγός, ὁ, = παιδὸς ἀγωγός, φύλακας των παιδιών· στην Αθήνα, δούλος που πήγαινε με το αρσενικό παιδί από το σπίτι στο σχολείο και επέστρεφε, είδος φροντιστή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απ' όπου, Φοίνιξ λέγεται ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, σε Πλάτ.· Φάβιος καλείται περιπαιχτικά ο παιδαγωγός του Αννίβα, επειδή τον ακολουθεί παντού, σε Πλούτ.