LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἰωνός"
- οἰωνός, ὁ, I. μεγαλόσωμο πτηνό, αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όπως γύπας ή αετός, αντίθ. προς το κοινό πτηνό (ὄρνις), σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. πτηνό κατάλληλο να δώσει προφητικά σημάδια ή προμηνύματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· πέταγμα του πουλιού προς τα δεξιά, δηλ. με κατεύθυνση προς την Ανατολή, ήταν ευοίωνο, και το αντίστροφο. 2. μαντεία, προμάντευμα που αντλείται από την παρατήρηση πτηνών, Λατ. auspicium ή augurium, αναλόγως του τι συνάγεται από την θέαση του πετάγματός τους ή από το άκουσμα των κραυγών τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· δέκομαι τὸν οἰωνόν, δέχομαι το προφητικό σημάδι, χαιρετίζοντάς το σαν ευοίωνο, σε Ηρόδ. (ετυμολογείται από το οἶος, επειδή τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά ζουν μοναχικά, πρβλ. κοινωνός από το κοινός).
- οἰωνοσκοπέω, μέλ. -ήσω, παρατηρώ το πέταγμα των πουλιών και λαμβάνω προφητικά σημάδια, σε Ευρ.
- οἰωνο-σκόπος, ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.