LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μῖσος"
- μῖσος, τό, I. 1. μίσος, απέχθεια, II. Παθ., κάτι που προκαλεί μίσος, γίνεται αντικείμενο μίσους, σε Τραγ., Πλάτ. 2. Ενεργ., το μίσος που νιώθουμε για κάποιον άλλο, έχθρα, σε Ευρ. III. λέγεται για πρόσωπα, αντικείμενο μίσους, = μίσημα, στους Τραγ.
- μῑσό-σοφος, -ον, αυτός που μισεί τη φιλοσοφία, σε Πλάτ.
- μῑσό-συλλας, -ου, ὁ, εχθρός του Σύλλα, σε Πλούτ.