LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κόππα"
- κόππα, τό, γράμμα της ελλ. αλφαβήτου (Ϙ) που διατηρήθηκε ως αριθμητικό = 90, μεταξύ του π (80) και του ρ (100)· και αυτό δείχνει ότι ήταν το ίδιο όπως το Εβρ. ק (Koph) και το Λατ. Q· πρβλ. σταῦ, σάμπι.
- κοππᾰτίας, ὁ, αυτός που φέρει ως σημάδι κάψιμο με εντύπωση του γράμματος κόππα (Ϙ)· ἵππος κ., σε Αριστοφ.· πρβλ. σαμφόρας.
- κοππα-φόρος, -ον (φέρω) = κοππατίας, σε Λουκ.