LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κοινωνία"
- κοινωνία, ἡ (κοινωνέω)· I. 1. κοινωνία, κοινότητα, ένωση, συμμετοχή, συναναστροφή, συνομιλία, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ. 2. με γεν. αντικ., επικονωνία με, κοινωνία με, σε Ευρ. κ.λπ.· τίςθαλάσσης βουκόλοις κ., ποια σχέση έχουν οι βοσκοί με τη θάλασσα; στον ίδ. II. κοινό δώρο, ελεημοσύνη, συνεισφορά, σε Κ.Δ.