LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εἶδος"
- εἶδος, -εος, τό (*εἴδω Α),· I. αυτό που διακρίνει, μορφή, σχήμα, φιγούρα, Λατ. species, forma, σε Όμηρ.· απόλ. με αιτ., εἶδος ἄριστος κ.λπ. II. 1. μορφή, είδος, ιδιαίτερο είδος ή φύση, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. ιδιαίτερη κατάσταση των πραγμάτων ή πορεία, εξέλιξη, ο ρους της πράξης, της ενέργειας, σε Θουκ. III. τάξη, κατηγορία, είδος, είτε γένους είτε είδους, σε Πλάτ. κ.λπ.