LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εσπερος"
- ἕσπερος, -ον, I. 1. εσπερινός ή βραδινός, νυχτερινός, ἕ. ἀστήρ, αποσπερίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., χωρίς το ἀστήρ, Έσπερος, ιδίως λέγεται για τον πλανήτη Αφροδίτη, σε Ευρ., Βίωνα· αλλά, ἕσπ. θεός, ο θεός του σκότους, δηλ. ο Άδης, ο Θάνατος, σε Σοφ. 2. ως ουσ., βράδυ (βλ. ἑσπέρα), ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ ἕσπερον, προς το βραδάκι, σε Ησίοδ.· επίσης, ετερογεν. πληθ., ποτὶ ἕσπερα, σε Ομήρ. Οδ. II. δυτικός, σε Αισχύλ., Σοφ.