Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δοχή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δοχή, (δέχομαι),· I. θήκη, δοχείο, σε Ευρ. II. υποδοχή, συμπόσιο, σε Κ.Δ.
δοχήϊον, τό, Ιων. αντί δοχεῖον, αυτό που συγκρατεί κάτι, αγγείο, μέλανος δ., σε Ανθ.