
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δουλεία"
- δουλεία, ἡ, Ιων. δουληΐη (δουλεύω), I. υπηρεσία, σκλαβιά, δουλεία, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. με περιληπτική σημασία, σκλάβοι, δούλοι, κοινωνική τάξη των δούλων, στο ίδ.