LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δικαστής"
- δῐκαστής, -οῦ, ὁ (δικάζω), I. 1. δικαστής, κριτής, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. στην Αθήνα, οἱ δικασταί, όπως οι Ρωμαίοι judices, λειτουργούσαν περισσότερο ως ένορκοι (ο προεδρεύων δικαστής ονομαζόταν κριτής), σε Σοφ. κ.λπ. II. δ. αἵματος, εκδικητής, σε Ευρ.